Τα αστικά επιτελεία φωτογραφίζουν συνεχώς ως απειλή για τη χώρα την καθυστέρηση στην επίτευξη της συμφωνίας με τους δανειστές που «ξαναρίχνει τη χώρα στην ύφεση» με δραστικές αρνητικές συνέπειες για όλους. Και φυσικά, η απειλή φωτογραφίζεται για να υπογραμμιστεί η ανάγκη να «κλείσει γρήγορα η διαπραγμάτευση».
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως η διαπραγμάτευση «κολλάει» στα «σχέδια ορισμένων κύκλων να διαλύσουν την Ευρωζώνη» [sic]. Εμφανίζει τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε, να παραμένει ανυποχώρητος, γιατί έχει απώτερο σκοπό την εξώθηση της Ελλάδας σε έξοδο από την Ευρωζώνη, εμφανίζοντας ταυτόχρονα την καγκελάριο
Α. Μέρκελ ως περισσότερο διαλλακτική. Πρόκειται για ένα κάλπικο δίπολο που βολεύει την κυβερνητική προπαγάνδα,ώστε να εμφανιστεί πως διαπραγματεύεται σκληρά και να πείσει τους εργαζόμενους πως η συμφωνία στην οποία θα καταλήξει είναι το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Μάλιστα, χωρίς ίχνος ντροπής, οι κυβερνητικές εφημερίδες εξακολουθούν να μιλούν για «έντιμο και αναγκαίο συμβιβασμό», για «κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης».
Ομως, όσο και να προσπαθούν, δεν μπορούν να κρύψουν ότι καλούν το λαό να συμβιβαστεί με την εξαθλίωσή του, είτε η διαπραγμάτευση καταλήξει σε μια συμφωνία είτε όχι.
Οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη
Οι προβλέψεις των προηγούμενων μηνών για θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2015 και το 2016 ήταν υπεραισιόδοξες.
Χαρακτηριστικά, το περασμένο φθινόπωρο, η Κομισιόν εκτιμούσε πως το 2014 θα «έκλεινε» με ρυθμό ανάπτυξης 0,6% ετησίως, ενώ το 2015 η οικονομία θα αυξανόταν κατά 2,9%. Σήμερα, μόλις μερικούς μήνες μετά, οι προβλέψεις για το 2015 αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω. Χαρακτηριστικά, η Κομισιόν στην εαρινή έκθεσή της κάνει λόγο για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης που θα διαμορφωθεί στο 0,5% το 2015.
Οι προβλέψεις αυτές υποστήριζαν πως η ανάκαμψη θα ισχυροποιηθεί «καθώς οι επενδύσεις μετατρέπονται στην κύρια μηχανή της ανάπτυξης». Ουσιαστικά, στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην προώθηση μιας σειράς επενδύσεων μεγάλης κλίμακας στην ελληνική οικονομία, μέσω των σχεδιαζόμενων ιδιωτικοποιήσεων, για παράδειγμα της επένδυσης της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και άλλων αντίστοιχων έργων μεγάλης κλίμακας. Αντίστοιχα, η σημερινή συγκυβέρνηση στηρίζει μεγάλο μέρος της προπαγάνδας της στην προώθηση μεγάλων ενεργειακών σχεδίων, όπως του ρωσικού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου.
Ωστόσο, η προώθηση αυτών των επενδυτικών σχεδίων βρέθηκε αντιμέτωπη με το κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των ευρωατλαντικών δεσμεύσεων της χώρας και με μια σειρά εναλλακτικά επενδυτικά σχέδια που σχετίζονται τόσο με αυτές τις δεσμεύσεις όσο και με τις επιδιώξεις διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, ήταν απίθανο να πραγματοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις με την ταχύτητα και το ρυθμό που προέβλεπαν οι αναλύσεις τόσο της σημερινής όσο και της προηγούμενης συγκυβέρνησης.
Σήμερα, αυτή η απόκλιση ανάμεσα στις υπεραισιόδοξες προβλέψεις και στην κατάσταση όπως διαμορφώνεται αξιοποιείται για να πειστεί ο λαός πως υπάρχει ανάγκη γρήγορης επίτευξης της συμφωνίας με τους δανειστές.
Δεν κερδίζουμε όλοι από την καπιταλιστική ανάπτυξη
Αξονας αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η εμφάνιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης ως ένας κοινός, ενιαίος στόχος, για την επίτευξη του οποίου οι θυσίες - πάντα του λαού - είναι απαραίτητες.
Ομως, παρά τις προσπάθειες εμφάνισης του αντιθέτου, «μαγική συνταγή», με την οποία θα είναι ταυτόχρονα ωφελημένοι εργαζόμενοι και εργοδότες δεν υπάρχει.
Ο λόγος είναι απλός. Η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει ικανοποιητικό κέρδος για τον επενδυτή, με άλλα λόγια προϋποθέτει πως οι επιχειρήσεις είναι αρκετά «ανταγωνιστικές». Ομως, καθώς οι μέθοδοι παραγωγής απλώνονται σε ολόκληρο τον κόσμο, το εργατικό δυναμικό και οι προϋποθέσεις για την παραγωγή αρχίζουν και ομογενοποιούνται διεθνώς, καθώς η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου εξισώνει το κόστος των πρώτων υλών και των μέσων παραγωγής, ενώ μειώνει και το μέσο μεταφορικό κόστος των εμπορευμάτων, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων συμπιέζεται στον, ούτως ή άλλως, θεμελιακό παράγοντά της: Στο «κόστος εργασίας». Γι' αυτό και διαχρονικά η ευρωενωσιακή θωράκιση της ανταγωνιστικότητας, που αποτελεί τον κεντρικό στόχο της ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες, μεταφράζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, σεμέτρα φθηνής εργατικής δύναμης.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη θα προκύψει ακριβώς επειδή η εργατική δύναμη είναι φθηνή. Δηλαδή, επειδή τα μεροκάματα είναι χαμηλά, οι εργασιακές σχέσεις είναι ελαστικές, οι εργοδοτικές εισφορές είναι χαμηλές, επειδή οι απολύσεις είναι εύκολες. Το τσάκισμα των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι οι μεγάλες δυνατότητες κερδοφορίας για τους επενδυτές, είναι τελικά η κύρια προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο στόχος της καπιταλιστικής ανάπτυξης κλείνει μέσα του, απ' την ίδια του τη φύση, τη συνεχή εξαθλίωση των εργαζομένων.
Η προσπάθεια διαχωρισμού της επιχειρηματικότητας σε υγιή και μη που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης αποπροσανατολιστική. Καταρχάς, η επιχειρηματικότητα θέλει κέρδος. Και το κέρδος δεν θα προκύψει παρά από την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Η «υγιής επιχειρηματικότητα» είναι αυτή που σέβεται τους νόμους. Αλλά οι νόμοι δεν πέφτουν απ' τον ουρανό. Τους φτιάχνουν οι άνθρωποι. Ειδικότερα, τους φτιάχνει η άρχουσα τάξη. Γι' αυτό και οι νόμοι σήμερα, τους οποίους πρέπει να σέβεται η επιχειρηματικότητα για να είναι «υγιής», είναι εκείνοι που προβλέπουν κουτσουρεμένους μισθούς, ανύπαρκτα δικαιώματα, ευχέρεια απολύσεων, «ευελφάλεια». Ο ΣΥΡΙΖΑ βαφτίζει την επιχειρηματικότητα υγιή απλά και μόνο γιατί το πλαίσιο είναι τέτοιο που επιτρέπει νόμιμα την τεράστια εκμετάλλευση των εργαζομένων. Και η καπιταλιστική ανάπτυξη, για την οποία μάς καλούν σχεδόν να προσευχηθούμε... θα βασιστεί σ' αυτό το πλαίσιο φθηνής εργατικής δύναμης και κουτσουρεμένων δικαιωμάτων.
Μέσα ή έξω απ' το ευρώ και την ΕΕ, όσο κριτήριο της ανάπτυξης είναι το κέρδος των μονοπωλίων, η κατάσταση για τους εργαζόμενους θα γίνεται χειρότερη.
Η διαπραγμάτευση δεν αφορά τις λαϊκές ανάγκες
Αλλά, αν τα πράγματα είναι έτσι, γίνεται διαπραγμάτευση ή πρόκειται για κάποιο προσυμφωνημένο θέατρο;
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι κυβέρνηση της αστικής τάξης. Ως τέτοια, βασικό στόχο έχει τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου. Και διεξάγει μια διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» ακριβώς με αυτόν το στόχο. Η άρχουσα τάξη της χώρας επιδιώκει βελτιωμένους όρους χρηματοδότησης και μια χαλάρωση της αυστηρής περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, που αποτελούν εργαλεία για την ταχύτερη επάνοδο στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Σ' αυτόν το γενικό στόχο, εντάσσεται τόσο η διαπραγμάτευση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, όσο και τα επιμέρους μέτρα που θα προωθήσει, αξιοποιώντας τη νέα συμφωνία.
Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος και η σχετική συζήτηση σχετικά με την ένταξη ή όχι των δαπανών για το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων στο πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού αντανακλούν την ανάγκη της άρχουσας τάξης να διασφαλίσει μεγαλύτερα πακέτα κρατικής χρηματοδότησης. Τα όποια «κέρδη» απ' το πρωτογενές πλεόνασμα θα μεταφραστούν σε νέο πακτωλό χρηματοδότησης, σε διατήρηση και ενίσχυση των φοροαπαλλαγών και των επιδοτήσεων προς το μεγάλο κεφάλαιο.
Συγχρόνως, με τα φορολογικά μέτρα που προωθούνται, το «πλαστικό χρήμα», αύξηση φορολογίας με επίκεντρο τους αυτοαπασχολούμενους σε νησιά, επιχειρείται να μεταφερθούν νέα φορολογικά βάρη σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που δε βρίσκονται σε απόλυτη εξαθλίωση, να θωρακιστεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, να επιταχυνθεί η συγκέντρωση της πίτας του Τουρισμού στους μονοπωλιακούς ομίλους και να προκύψουν ελάχιστα ψίχουλα για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας που θα αξιοποιηθούν απ' την κυβέρνηση για να επιδείξουν τις κοινωνικές ευαισθησίες της.
Ο «έντιμος συμβιβασμός» της κυβέρνησης αφορά τα συμφέροντα και τις ανάγκες των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων, που θα δουν νέα πακέτα ευρωενωσιακής και κρατικής χρηματοδότησης, χαμηλότερες εργοδοτικές εισφορές, ευελιξία στις επενδύσεις, νέα επενδυτικά πεδία με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων.
Για τους εργαζόμενους, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά...
Ο λαός κινδυνεύει απ' τη συμφωνία τους
Αν δεν ήταν τραγικές οι συνέπειες για το λαό, οι κυβερνητικές αναφορές για «κόκκινες γραμμές» θα ήταν τουλάχιστον αστείες. Στη φορολογία, ως «κόκκινη γραμμή» εμφανίζεται μια αύξηση του ΦΠΑ που θα οδηγήσει σε δραστικές ανατιμήσεις σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Στο Ασφαλιστικό, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης αφορά σχεδόν 200.000 ασφαλισμένους.
Κυρίως, όμως, η τεράστιας κλίμακας επίθεση που έχει ήδη συντελεστεί στο βιοτικό επίπεδο της λαϊκής οικογένειας, το οποίο έχει κουτσουρευτεί στο μισό, διατηρείται και μονιμοποιείται.
Το μέτρο «απάτη» για τη φορολόγηση των 500 πλουσιότερων οικογενειών είναι πραγματικά για γέλια. Στοχεύει στο να «χρυσώσει το χάπι», αφού αφήνει στο απυρόβλητο τα κέρδη των βιομηχανιών, των πλοίων, των τραπεζών, δηλαδή τον πραγματικό πλούτο.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν πως η συμφωνία που προετοιμάζεται όχι μόνο δεν οδηγεί σε ανάκτηση των απωλειών των εργαζομένων των τελευταίων ετών, σε ανάσχεση της φθηνής εργατικής δύναμης, αλλά, αντίθετα, περιλαμβάνει νέα ακόμα πιο επώδυνα μέτρα, ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα κληθεί να πληρώσει ο ελληνικός λαός.
Γι' αυτό και η αναμονή μιας καλής συμφωνίας είναι μια τεράστια παγίδα, δεν οδηγεί πουθενά. Η συμφωνία δεν μπορεί να είναι φιλολαϊκή, γιατί και οι δύο πλευρές είναι με τον πραγματικό αντίπαλο, με τους μονοπωλιακούς ομίλους. Δεν διαπραγματεύονται εκπρόσωποι του λαού. Διαπραγματεύονται εκπρόσωποι των μονοπωλίων για τα συμφέροντα των μονοπωλίων.
Για τα λαϊκά στρώματα ο «έντιμος συμβιβασμός» της κυβέρνησης είναι συμβιβασμός με τις απώλειες που έχουν ήδη βιώσει, συμβιβασμός με τις νέες θυσίες που απαιτεί η καπιταλιστική ανάπτυξη της επόμενης περιόδου. Είναι συμβιβασμός με την εξαθλίωση.
Γι' αυτό και μονόδρομος είναι η οργάνωση της πάλης απέναντί τους, απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο: Τα μονοπώλια, το κράτος τους, την κυβέρνησή τους και την ΕΕ. Ο δρόμος αυτός είναι σήμερα περισσότερο ρεαλιστικός και αναγκαίος από ποτέ. Ο αγωνιστικός συναγερμός για να αποτρέψουμε τη νέα επιδείνωση που έρχεται θα δώσει νέα ώθηση στους αγώνες μας για την ισχυροποίηση του ταξικού εργατικού κινήματος.
Στη ζωή δεν υπάρχουν, άλλωστε, μαγικές λύσεις. Υπάρχουν πολιτικές επιλογές. Και μπροστά μας ανοίγονται δύο δρόμοι: Ο δρόμος της μοιρολατρικής αναμονής για κυβερνητικές λύσεις, ο δρόμος του συμβιβασμού με την εξαθλίωσή μας. Τον απορρίπτουμε και αυτόν και τους ιδεολόγους του.
Βαδίζουμε αποφασιστικά στο δρόμο της αντεπίθεσης, της οργάνωσης της πάλη μας απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, για να σταματήσουμε τη νέα επιδείνωση, να απαιτήσουμε ανάκτηση των απωλειών μας, να συγκεντρώσουμε δυνάμεις για να «κερδίσουμε τελικά έναν κόσμο ολόκληρο».