Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Οι εξελίξεις «τρέχουν» και απαιτούν ετοιμότητα

Το Γιούρογκρουπ της περασμένης Πέμπτης ξεχώρισε από τις εξελίξεις τη βδομάδα που πέρασε, χωρίς να περνά σε δεύτερη μοίρα η κινητικότητα στα άλλα μέτωπα. Η συζήτηση στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης επιβεβαίωσε ότι η λίστα με τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα έχει καθαρογραφεί από την κυβέρνηση και το κουαρτέτο και πως οι όποιες διαφωνίες συγκεντρώνονται τώρα στα
χρονοδιαγράμματα και στη μεθόδευση της εφαρμογής τους, ανεξάρτητα αν αυτό θα γίνει σε αυτό ή σε κάποιο επόμενο στάδιο, από αυτήν ή κάποια άλλη κυβερνητική πλειοψηφία.
Είναι σημαντικό να κατανοηθεί το εξής: Πέρα από τους ανταγωνισμούς και τις
αντιθέσεις, ο στόχος της καπιταλιστικής ανάκαμψης στην Ελλάδα είναι κοινός, όχι μόνο για το κεφάλαιο και όλες τις αστικές δυνάμεις στη χώρα μας, αλλά και για όσους στο εξωτερικό εμφανίζονται να συγκρούονται για πλευρές του ελληνικού ζητήματος, που όμως αφορούν συνολικότερα ζητήματα της οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης στην Ευρωζώνη, τις σχέσεις και τους ανταγωνισμούς της με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ.
Μοιράζονται κοινούς στόχους
Από αυτήν τη σκοπιά, τα αντιλαϊκά μέτρα που συζητιούνται ως «προαπαιτούμενα» της «αξιολόγησης» και τα άλλα που προτείνονται για μετά την τυπική λήξη του προγράμματος και συνδέονται με τη διευθέτηση του χρέους, κρίνονται αναγκαία για το κεφάλαιο, επειδή συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και επομένως στη δημιουργία προϋποθέσεων για ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Το πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, όπου ζητάει ένα «Ελληνικό Μνημόνιο Plus», με μέτρα ίδια με αυτά που συζητιούνται στο Γιούρογκρουπ, είναι ενδεικτικό.
Αποκαλυπτική είναι όμως και η τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, όπου σημειώνεται ότι «ο στόχος του προϋπολογισμού είναι έωλος, εξαιτίας των καθυστερήσεων στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις και, ακολούθως, στη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης και επενδύσεων». Συνδέοντας παραπέρα την «αξιολόγηση» με τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ανάκαμψη της οικονομίας, επισημαίνει ότι «σημείο εκκίνησης για τη συστηματικά ανοδική πορεία της οικονομίας θα πρέπει να αποτελέσει η σταθεροποίηση της οικονομικής πολιτικής (...) Οσο υπάρχει χρονοτριβή στο ξεκαθάρισμα των όρων της ανάπτυξης της οικονομίας, δημιουργείται επιπλέον κόστος και κίνδυνος σε τουλάχιστον τρία ζητήματα».
Με τον πραγματικό σκοπό των μέτρων δεν διαφωνεί καθόλου η κυβέρνηση. Γι' αυτό, άλλωστε, τα περιγράφει με ακρίβεια στην επιστολή που έστειλε ο υπουργός Οικονομικών στο τελευταίο Γιούρογκρουπ. Η προληπτική νομοθέτηση όμως αυτών των μέτρων, τουλάχιστον με τον τρόπο που τίθεται από την πλευρά των «θεσμών», προβληματίζει για τις επιπτώσεις που θα έχει στην ικανότητα της κυβέρνησης να ενσωματώνει τις λαϊκές αντιδράσεις, που σίγουρα θα δυναμώσουν, στο έδαφος της δυσαρέσκειας που μεγαλώνει.
Γι' αυτό προσπαθεί από τη μια να στρώσει το έδαφος για να κατοχυρωθούν ως δεδομένα τα μέτρα με ορίζοντα εφαρμογής πολύ πιο πέρα από το τέλος του προγράμματος και από την άλλη να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη, χρεώνοντας στους «θεσμούς», και ιδιαίτερα στο ΔΝΤ, την επιμονή για τη νομοθέτηση μέτρων «εδώ και τώρα», με τη μορφή τελεσιγράφων. Δίνει, μάλιστα, διαστάσεις «ίντριγκας» στους μεταξύ τους υπαρκτούς ανταγωνισμούς, που έχουν μεγαλύτερο βάθος απ' αυτό που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ και το διακύβευμά τους ξεπερνάει κατά πολύ τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Προβλέψεις και αβεβαιότητες
Σε κάθε περίπτωση, τα ζητήματα που αφορούν στην Ελλάδα, χωρίς να υποτιμάται η σημασία τους μέσα στο γενικότερο περιβάλλον της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, δεν είναι από τα πρώτα που απασχολούν την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Κρίνοντας από τις προβλέψεις των διεθνών οικονομικών οίκων και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών για την πορεία των μεγαλύτερων οικονομιών παγκόσμια, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ανάκαμψη θα παραμείνει βασανιστικά αναιμική το επόμενο διάστημα στην Ευρωζώνη και στις ΗΠΑ.
Ετσι, σύμφωνα με την «Moody's», η Ευρωζώνη ως σύνολο θα αναπτυχθεί με ρυθμό μόλις 1,3% το 2017 και το 2018, με επιμέρους διαφορές ανάμεσα στα κράτη - μέλη, χωρίς όμως ιδιαίτερες αποκλίσεις. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα είναι στο 1,6% το 2017 και το 2018, με τη Γερμανία στο 1,5% και τις δυο χρονιές. Για τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ προβλέπει να αναπτυχθούν κατά 2,3% το 2017 και κατά 2,5% το 2018 και για την Κίνα 6% το 2017 και 6,5% το 2018.
Οι προβλέψεις αυτές συνυπάρχουν με μια σειρά από αβεβαιότητες, που ενδέχεται να προκαλέσουν αναθεώρηση προς τα κάτω. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Brexit και οι όροι με τους οποίους θα γίνει, η πιθανή αναπροσαρμογή των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, η επίδρασή τους στην παγκόσμια οικονομία και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ, η εξέλιξη του πολέμου στη Μέση Ανατολή και άλλα.
Για την Ελλάδα, μια αντίστοιχη εικόνα αντλούμε από τις Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ, όπου σημειώνονται τα εξής: «Ως παράγοντες αβεβαιότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε πιο αρνητική έκβαση, διακρίνονται η ενδεχόμενη επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και της πορείας της ΕΕ μετά το Brexit, οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και στο εμπόριο από επιδείνωση του προσφυγικού προβλήματος και της κατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και οι επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής (π.χ. αύξηση έμμεσης φορολογίας, επιβάρυνση λαϊκών στρωμάτων).
Οι συγκεκριμένες επισημάνσεις υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα των αστικών προβλέψεων, ιδιαίτερα αν επιδεινωθεί η πορεία της Ευρωζώνης και αυξηθούν οι φυγόκεντρες δυνάμεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες μεγάλες επενδύσεις (π.χ. λιμάνια, σιδηροδρομικές μεταφορές) δεν είναι εύκολο να υλοποιηθούν αν δεν υπάρξει μεσοπρόθεσμος συμβιβασμός ΗΠΑ - ΕΕ - Κίνας - Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή».
Η πραγματικότητα για το λαό
Ολα τα παραπάνω δεν είναι μια πραγματικότητα παράλληλη με αυτήν που ζει στην καθημερινότητά της η εργατική - λαϊκή οικογένεια. Αντίθετα, συνθέτουν τη «μεγάλη εικόνα» που επιδρά άμεσα και με τον πιο καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση των όρων που ζει και δουλεύει ο εργαζόμενος λαός. Η κρίση και η διαχείρισή της με κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπως και σήμερα η προσπάθεια να ανακτήσει η καπιταλιστική οικονομία ορμητικούς ρυθμούς ανάκαμψης, έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα του λαού στην ανέχεια, αυξάνοντας τη σχετική και απόλυτη φτώχεια.
Μια ενδεικτική εικόνα δίνουν οι τελευταίες μελέτες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Σε μια από αυτές, η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμάει ότι ο πλούτος των νοικοκυριών υποχώρησε κατά 37,5% από το 2008 έως τις αρχές του 2016, με ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής - λαϊκής οικογένειας. Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα που τώρα σχεδιάζει η κυβέρνηση μαζί με το κουαρτέτο, θα επιδεινώσουν κι άλλο την κατάσταση, σε συνδυασμό με την «ωρίμανση» αντιλαϊκών νόμων που ψηφίστηκαν προηγούμενα.
Γράφουν σχετικά οι Θέσεις της ΚΕ: «Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τα αντεργατικά μέτρα, που πάρθηκαν με τα γνωστά μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, προκάλεσαν μεγάλες, βαθιές και πιο σταθερές ανατροπές στις συνθήκες ζωής και δουλειάς, στη σύνθεση της εργατικής τάξης, μεγάλου τμήματος των αυτοαπασχολούμενων και μικροϊδιοκτητών στην πόλη και την ύπαιθρο. Διευρύνθηκαν οι γραμμές της εργατικής τάξης με νέα τμήματα από κατεστραμμένα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Περισσότερα τμήματα μεσαίων στρωμάτων προσέγγισαν την εργατική τάξη, αυξήθηκαν οι μισοπρολετάριοι. Παράλληλα, εκδηλώθηκε αύξηση της μετανάστευσης, ειδικά των νέων».
Και σε άλλο σημείο: «(...) Η κυβερνητική πολιτική όχι μόνο δεν οδηγεί σε μερική ανάκτηση των μεγάλων απωλειών των λαϊκών στρωμάτων την περίοδο της κρίσης, αλλά αντίθετα επιδεινώνει την κατάσταση του λαού (...) Ακόμα και η όποια ανάκαμψη επέλθει, δεν πρόκειται να απορροφήσει την ανεργία, ούτε να επιφέρει επιστροφή στην προ κρίσης περίοδο σε ό,τι αφορά τις βασικές κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης που αποσπάστηκαν στον 20ό αιώνα».
Επαγρύπνηση και ετοιμότητα
Να, λοιπόν, πού βρισκόμαστε σήμερα. Και μιας και η βδομάδα που πέρασε ήταν η επέτειος για τα δυο χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ένα πράγμα που πρέπει να μείνει σαν συμπέρασμα απ' όλα τα παραπάνω, είναι ότι φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού, όπου η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα συμβαδίζει με την ευημερία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων, δεν μπορεί να υπάρξει. Οπως δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική «εντός των τειχών» της εξουσίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ.
Αυτό το συμπέρασμα είναι κρίσιμο για τη γραμμή συσπείρωσης και τον προσανατολισμό της πάλης του λαού σήμερα, όπου τα πάντα δείχνουν ακίνητα. Αλλά και σε συνθήκες απότομης ανόδου της ταξικής πάλης, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα, ούτε όμως και να αποκλείσει, παίρνοντας υπόψη το σύνθετο πλέγμα των αβεβαιοτήτων, των ανταγωνισμών και των δυσκολιών στην ανάκαμψη που ταλανίζουν την αστική τάξη και τη λαϊκή δυσαρέσκεια που μεγαλώνει. Οι εξελίξεις «τρέχουν» και απαιτούν επαγρύπνηση και ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο...
Κυριακή 29 Γενάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ