«Βρισκόμαστε σε νέα ημέρα, στην ίδια κατεύθυνση», σημειώνει ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» και ξεκαθαρίζει: Η «ίδια κατεύθυνση» αφορά στην «επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν ανταγωνιστικότητα και αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία», ενώ η «νέα ημέρα» αφορά στις υποσχέσεις για «θεραπεία κάποιων αδικιών που έγιναν».Με απλά λόγια, η αντιλαϊκή επίθεση όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά
θα επιταχυνθεί, γιατί αυτό επιβάλλει ο στόχος της ανταγωνιστικότητας, της «αναπτυξιακής δυναμικής» της καπιταλιστικής κερδοφορίας: Διαμόρφωση όσο το δυνατόν πιο φθηνής εργατικής δύναμης, με μονιμοποίηση των σαρωτικών ανατροπών στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα που επιβλήθηκαν στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης και επιβολή νέων, στην «ίδια κατεύθυνση», στα χρόνια που θα την ακολουθήσουν. Με διασφάλιση του «φιλοεπενδυτικού κλίματος» - όπως διαφημίζεται αυτές τις μέρες και με τις επαφές με τις πολιτικές ηγεσίες Αζερμπαϊτζάν, Κουβέιτ και Κίνας - πάνω σε αυτό ακριβώς το έδαφος του εργασιακού μεσαίωνα και με τη διάνοιξη νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο μέσα από την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Ακριβώς επειδή όλα τα παραπάνω, στην πράξη, δε συμβαδίζουν με την «ώθηση ευημερίας για όλους» που προβάλλεται προπαγανδιστικά από την κυβέρνηση, συνοδεύονται με τις υποσχέσεις για δήθεν ανακούφιση με «θεραπεία κάποιων αδικιών». Υποσχέσεις και μέτρα που στην πραγματικότητα στόχο έχουν να διαχειριστούν την πιο ακραία φτώχεια, με «παροχές» ελεημοσύνης που θα συγκρατούν το λαό στα όρια της εξαθλίωσης και θα τον συμβιβάζουν με αυτά.
Ως μέτρα «ανακούφισης» του λαού προβάλλονται, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν πρόσθετες παροχές στα μονοπώλια και πάγιες απαιτήσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που διάλεξε ο Αντ. Σαμαράς, για να «τεκμηριώσει» τις «ελαφρύνσεις» που θα υπάρχουν για το λαό «αν ξεπερνάμε τους στόχους μας»: «Πετύχαμε μείωση ασφαλιστικών εισφορών» καυχιέται, «αυτό σημαίνει και μικρή αύξηση αποδοχών των μισθωτών». Διαφημίζει, δηλαδή, ως φιλολαϊκό μέτρο και... αύξηση των μισθών των εργαζομένων, το τελειωτικό χτύπημα στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα από τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά περίπου 1 δισ. ευρώ το χρόνο!
Ο λαός όμως «κέρδισε» μόνο ακόμα πιο βαριά δεσμά. Οι «βαθμοί ελευθερίας», που αναφέρει ο πρωθυπουργός, αφορούν αποκλειστικά στο κεφάλαιο, όπως και τα περί «φυσιολογικής χώρας», μιας χώρας δηλαδή όπου η δράση των μονοπωλίων δε θα περιορίζεται από κατακτήσεις και λαϊκά δικαιώματα (τα «προνόμια των λίγων»), όπου η ίδια η έννοια των λαϊκών δικαιωμάτων θα αντικαθίσταται από την κάλπικη υπόσχεση των «ευκαιριών για τους πολλούς».
Αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική επιβάλλει ο ίδιος ο στόχος της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική προωθούν όλες οι δυνάμεις που υποκλίνονται σε αυτόν το στόχο, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους στο μείγμα διαχείρισης που προτείνουν για την επίτευξή του. Εκεί «συναντιούνται» ΔΝΤ και ΕΕ, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους για τον τρόπο διαχείρισης του κρατικού χρέους, όπως επιβεβαιώθηκε και τις προηγούμενες μέρες με την «έκθεση αξιολόγησης» του ΔΝΤ και την παρέμβαση Σόιμπλε. Εκεί «συναντήθηκαν» και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέλευση του ΣΕΒ: Κανείς τους δε δεσμεύτηκε για αποκατάσταση των απωλειών στους εργατικούς μισθούς και τα λαϊκά δικαιώματα, την ίδια ώρα που «έδωσαν ρέστα» στα διαπιστευτήρια προς τους βιομηχάνους και στην προσήλωση για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Καμία «νέα ημέρα», καμία «ευημερία για όλους» δεν έχει να προσδοκά ο λαός από τη στοίχισή του πίσω από τους στόχους του κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνταξη του κινήματός του, η λαϊκή πάλη, που σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο τα μονοπώλια και όλους τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, μπορούν να βάλουν εμπόδια στη συνεχιζόμενη αντιλαϊκή επίθεση και πάνω από όλα να ανοίξουν το δρόμο για τη ριζική ανατροπή που έχει ανάγκη ο λαός, με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Τρίτη 17 Ιούνη 2014.
θα επιταχυνθεί, γιατί αυτό επιβάλλει ο στόχος της ανταγωνιστικότητας, της «αναπτυξιακής δυναμικής» της καπιταλιστικής κερδοφορίας: Διαμόρφωση όσο το δυνατόν πιο φθηνής εργατικής δύναμης, με μονιμοποίηση των σαρωτικών ανατροπών στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα που επιβλήθηκαν στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης και επιβολή νέων, στην «ίδια κατεύθυνση», στα χρόνια που θα την ακολουθήσουν. Με διασφάλιση του «φιλοεπενδυτικού κλίματος» - όπως διαφημίζεται αυτές τις μέρες και με τις επαφές με τις πολιτικές ηγεσίες Αζερμπαϊτζάν, Κουβέιτ και Κίνας - πάνω σε αυτό ακριβώς το έδαφος του εργασιακού μεσαίωνα και με τη διάνοιξη νέων πεδίων κερδοφορίας για το κεφάλαιο μέσα από την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Ακριβώς επειδή όλα τα παραπάνω, στην πράξη, δε συμβαδίζουν με την «ώθηση ευημερίας για όλους» που προβάλλεται προπαγανδιστικά από την κυβέρνηση, συνοδεύονται με τις υποσχέσεις για δήθεν ανακούφιση με «θεραπεία κάποιων αδικιών». Υποσχέσεις και μέτρα που στην πραγματικότητα στόχο έχουν να διαχειριστούν την πιο ακραία φτώχεια, με «παροχές» ελεημοσύνης που θα συγκρατούν το λαό στα όρια της εξαθλίωσης και θα τον συμβιβάζουν με αυτά.
Ως μέτρα «ανακούφισης» του λαού προβάλλονται, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν πρόσθετες παροχές στα μονοπώλια και πάγιες απαιτήσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που διάλεξε ο Αντ. Σαμαράς, για να «τεκμηριώσει» τις «ελαφρύνσεις» που θα υπάρχουν για το λαό «αν ξεπερνάμε τους στόχους μας»: «Πετύχαμε μείωση ασφαλιστικών εισφορών» καυχιέται, «αυτό σημαίνει και μικρή αύξηση αποδοχών των μισθωτών». Διαφημίζει, δηλαδή, ως φιλολαϊκό μέτρο και... αύξηση των μισθών των εργαζομένων, το τελειωτικό χτύπημα στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα από τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά περίπου 1 δισ. ευρώ το χρόνο!
Ο λαός όμως «κέρδισε» μόνο ακόμα πιο βαριά δεσμά. Οι «βαθμοί ελευθερίας», που αναφέρει ο πρωθυπουργός, αφορούν αποκλειστικά στο κεφάλαιο, όπως και τα περί «φυσιολογικής χώρας», μιας χώρας δηλαδή όπου η δράση των μονοπωλίων δε θα περιορίζεται από κατακτήσεις και λαϊκά δικαιώματα (τα «προνόμια των λίγων»), όπου η ίδια η έννοια των λαϊκών δικαιωμάτων θα αντικαθίσταται από την κάλπικη υπόσχεση των «ευκαιριών για τους πολλούς».
Αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική επιβάλλει ο ίδιος ο στόχος της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική προωθούν όλες οι δυνάμεις που υποκλίνονται σε αυτόν το στόχο, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους στο μείγμα διαχείρισης που προτείνουν για την επίτευξή του. Εκεί «συναντιούνται» ΔΝΤ και ΕΕ, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους για τον τρόπο διαχείρισης του κρατικού χρέους, όπως επιβεβαιώθηκε και τις προηγούμενες μέρες με την «έκθεση αξιολόγησης» του ΔΝΤ και την παρέμβαση Σόιμπλε. Εκεί «συναντήθηκαν» και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέλευση του ΣΕΒ: Κανείς τους δε δεσμεύτηκε για αποκατάσταση των απωλειών στους εργατικούς μισθούς και τα λαϊκά δικαιώματα, την ίδια ώρα που «έδωσαν ρέστα» στα διαπιστευτήρια προς τους βιομηχάνους και στην προσήλωση για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Καμία «νέα ημέρα», καμία «ευημερία για όλους» δεν έχει να προσδοκά ο λαός από τη στοίχισή του πίσω από τους στόχους του κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνταξη του κινήματός του, η λαϊκή πάλη, που σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο τα μονοπώλια και όλους τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, μπορούν να βάλουν εμπόδια στη συνεχιζόμενη αντιλαϊκή επίθεση και πάνω από όλα να ανοίξουν το δρόμο για τη ριζική ανατροπή που έχει ανάγκη ο λαός, με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Τρίτη 17 Ιούνη 2014.