Η δημοσίευση των υπουργικών αποφάσεων για την εφαρμογή του αντιασφαλιστικού νόμου 4387/2016 επιβεβαιώνει ότι τους συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους τούς περιμένουν πολλές ακόμα δυσάρεστες εκπλήξεις σε ό,τι αφορά τα μέτρα που ψηφίστηκαν για κύριες και επικουρικές συντάξεις, εφάπαξ και μερίσματα.
Ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι όλες οι επικουρικές συντάξεις που αποδίδονται σήμερα
θα επανυπολογιστούν με βάση τους κανόνες και τους συντελεστές του νέου συστήματος, που σημαίνει ότι θα προκύψουν μειωμένα ποσά σε σχέση με τα σημερινά.
Με την υπουργική απόφαση επιβάλλονται μεγάλες περικοπές σε συνταξιούχους με εισόδημα (άθροισμα κύριας και επικουρικής) μεγαλύτερο από 1.300 ευρώ μεικτά, το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 1.150 ευρώ καθαρά. Τους συνταξιούχους πάνω από αυτό το όριο, που πλήρωναν μια ζωή τις εισφορές τους, η κυβέρνηση τους θεωρεί ...πλούσιους και τους αφαιρεί ένα γενναίο μέρος του εισοδήματός τους.
Το συγκεκριμένο μέτρο υπολογίζεται ότι αφορά περίπου 200.000 συνταξιούχους, που θα δουν τις επικουρικές τους να μειώνονται (σε πρώτη φάση) μέχρι και κατά το 1/3.
Αυτόν τον τρόπο επινόησε η κυβέρνηση για να βάλει από την πίσω πόρτα τη «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος», που στα λόγια απέρριπτε μετά βδελυγμίας, για να θολώσει τα νερά. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ένας από τους βασικούς στόχους του νέου ασφαλιστικού συστήματος που ψήφισε, είναι να σύρει τις συντάξεις, παλιές και νέες, στα κατώτερα όρια, συνεχίζοντας τις περικοπές που έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Υπάρχει, όμως, μια ακόμα πλευρά που δείχνει ότι η κυβέρνηση είναι αδίστακτη στην αποστολή που έχει αναλάβει να ισοπεδώσει ό,τι απέμεινε όρθιο από ασφαλιστικά δικαιώματα και συντάξεις: Με βάση την ίδια απόφαση για τις επικουρικές, όσοι έχουν εισόδημα μικρότερο από τα 1.300 ευρώ μεικτά, γλιτώνουν μεν τις άμεσες περικοπές, αλλά η διαφορά που θα προκύψει μετά τον επανυπολογισμό της επικουρικής τους σύνταξης με το νέο σύστημα, θα συνεχίσει να τους καταβάλλεται ως «προσωπική διαφορά».
Αυτό πρακτικά δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εμφανίζεται ότι «τους κάνει και τη χάρη» που δεν τους μειώνει τώρα τις επικουρικές συντάξεις, αλλά ταυτόχρονα αφήνει ανοιχτή την πόρτα να εφαρμόσει τις περικοπές ανά πάσα στιγμή στο μέλλον.
Το σενάριο αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι αργά το βράδυ της Τετάρτης υπήρξε διορθωτική απόφαση, με την οποία ο όρος «επανυπολογισμός» των επικουρικών συντάξεων αντικαταστάθηκε με τον όρο «αναπροσαρμογή». Έτσι, θεωρείται δεδομένο το νέο μειωμένο ποσό της σύνταξης μετά τον επανυπολογισμό της και άρα είναι θέμα χρόνου να εφαρμοστεί η περικοπή και στην πράξη.
Αν προκύπτει ένα συμπέρασμα από τον αντιασφαλιστικό νόμο και τις υπουργικές αποφάσεις, αυτό είναι ότι η κυβέρνηση εξαντλεί όλα τα περιθώρια των ελιγμών και της κοροϊδίας για να περάσει τα πιο σκληρά μέτρα με τις πιο μικρές αντιδράσεις. Αυτό το στόχο υπηρετεί, για παράδειγμα, το τέχνασμα της «προσωπικής διαφοράς», που απλά μεταθέτει τις μειώσεις στο άμεσο μέλλον.
Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η κυβερνητική προπαγάνδα ότι δεν μειώνει παραπέρα τις κύριες συντάξεις, όταν με τη μείωση των επικουρικών μειώνεται κι άλλο το εισόδημα των συνταξιούχων, παλιών και νέων, ανεξάρτητα αν η μείωση αυτή προέρχεται από περικοπές στις κύριες ή στις επικουρικές συντάξεις.
Επομένως, η αντιασφαλιστική επίθεση όχι μόνο δεν τελείωσε με την ψήφιση του τελευταίου νόμου, αλλά βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και απαιτεί εγρήγορση από την πλευρά ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Εγρήγορση που απαιτείται ώστε να αυξάνεται και ο βαθμός ετοιμότητας του κινήματος απέναντι στις ανατροπές που έρχονται στα Εργασιακά, η ικανότητά του να απαντήσει με αποφασιστικότητα στον πραγματικό αντίπαλο, δηλαδή στην εργοδοσία, στην ΕΕ, στην κυβέρνηση, στην εξουσία τους.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 10 Ιούνη 2016.