Σε ναρκοπέδιο για τους εργαζόμενους αναδεικνύεται το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα Εργασιακά, παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Εργασίας να το φτιασιδώσει και να του προσδώσει χαρακτηριστικά που δεν έχει. Προχτές, ο Γ. Κατρούγκαλος παρουσίασε αποσπάσματα μόνο του πορίσματος (στην ελληνική μετάφραση), από τα οποία επιβεβαιώνεται ότι το πόνημα των «ειδικών», είναι στην πραγματικότητα όπλο στα χέρια της εργοδοσίας να επιβάλει μισθούς και συμβάσεις που υπηρετούν την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την περίφημη καπιταλιστική ανάπτυξη.
Από την πλευρά του, ο υπουργός ισχυρίστηκε, ότι το πόρισμα είναι υποστηρικτικό προς
τις θέσεις της κυβέρνησης, οι οποίες ταυτίζονται με την «Κοινή Δήλωση των Κοινωνικών Εταίρων». Και τα δυο κείμενα, όμως, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, κινούνται στην ίδια αντεργατική κατεύθυνση, παγιώνουν και νομιμοποιούν τις βασικές αντεργατικές ανατροπές που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια και κλείνουν το δρόμο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και πολύ περισσότερο των Συλλογικών Συμβάσεων.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, αναμένεται να παίξουν τον ειδικό τους ρόλο και οι «ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες» που προβλέπει το πόρισμα, με τους οποίους οι κοινωνικοί εταίροι θα έρχονται σε διαβούλευση πριν την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Με τον τρόπο αυτό και ανεξάρτητα από τον ρόλο που θα αναλάβει τελικά η Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ενισχύει με έναν τρίτο «παίκτη» την πλευρά της εργοδοσίας.
Μάλιστα, η Επιτροπή προτείνει τη διαιώνιση του απαράδεκτου διαχωρισμού των εργαζομένων σε δύο κατηγορίες, στους κάτω των 25 και πάνω από αυτή την ηλικία σε ό,τι αφορά το μισθό τους. Η μόνη διαφοροποίηση είναι ότι τώρα προτείνεται ο χαμηλότερος μισθός για τους νέους να γίνεται βάση της «εργασιακής εμπειρίας» και να μην ξεπερνά τα δύο χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πόρισμα επιμένει στην απαράδεκτη διάκριση σε βάρος των νέων εργαζόμενων.
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις: Στο πόρισμα δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες για την επεκτασιμότητα μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σύμβασης, ενώ και στην περίπτωση της ισχύος της ευνοϊκότερης ρύθμισης μπαίνουν «παράθυρα» εξαιρέσεων. Με μια κουβέντα, και εδώ, αυτό που προτείνει η Επιτροπή δεν αμφισβητεί στο παραμικρό την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στο ζήτημα των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών Συμβάσεων.
Ειδικότερα, ενώ η Επιτροπή τοποθετείται γενικά υπέρ της επεκτασιμότητας των κλαδικών Συμβάσεων, με την προϋπόθεση αυτές να είναι αντιπροσωπευτικές (δηλαδή, εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς που υπογράφει να καλύπτουν το 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος), δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την αντιμετώπιση του γνωστού φαινομένου οι εργοδότες να αποχωρούν απο τις ενώσεις τους, με αποτέλεσμα, αφού η εργοδοτική ένωση δεν καλύπτει τους μισούς εργαζόμενους, να μην είναι δυνατή η επεκτασιμότητα μιας Σύμβασης ακόμα και αν υπογραφεί. Ως εκ τούτου, η επεκτασιμότητα της Σύμβασης σε καμία περίπτωση δεν κατοχυρώνεται στην πράξη.
Ανάλογου περιεχομένου είναι η θέση της Επιτροπής και στην περίπτωση ισχύος της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Ενώ δηλαδή και εδώ η πλειοψηφία της Επιτροπής υποστηρίζει πως «(...) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων», προστίθεται αμέσως μετά το εξής: «Εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων».
Θυμίζουμε ότι χρησιμοποιώντας το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, αυτό των «επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων», οι εργοδότες έχουν ήδη επιβάλει μειώσεις στους μισθούς, μέσα από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές Συμβάσεις, με τη στήριξη και της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια και εδώ η ισχύς της ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά «έπεα πτερόεντα»!
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον ΟΜΕΔ, και εδώ η θέση της Επιτροπής είναι υποστηρικτική στην εργοδοσία, αφού τάσσεται υπέρ της προσφυγής σε αυτόν «κατά προτίμηση, εφόσον και τα δύο μέρη συμφωνούν»!
Για τη συνδικαλιστική δράση και την κήρυξη απεργίας: Αν και η Επιτροπή τοποθετείται υπέρ των σημερινών ισχυόντων (σημειωτέον, με τα οποία οι 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες ή καταχρηστικές) ζητάει από το κράτος «να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση». Και εδώ δηλαδή ενισχύει τα όπλα της εργοδοσίας στην αντιπαράθεση με τους εργάτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε απεργιακό αγώνα.
Για τις ομαδικές απολύσεις: Το πόρισμα θεωρεί ότι αυτές «θα πρέπει να ρυθμίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους ως ένα λειτουργικό εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης. Το ισχύον σύστημα της προληπτικής διοικητικής έγκρισης συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετά την έκδοση της απόφασης επί του προδικαστικού ερωτήματος, το ισχύον σύστημα θα μπορούσε να καταργηθεί ή να αντικατασταθεί από ένα άλλο σύστημα εκ των προτέρων έγκρισης του σχεδίου απολύσεων».
Σημειώνεται ότι ήδη η κυβέρνηση έχει σπεύσει να δηλώσει πως θα συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο σύμφωνα με την εισήγηση του εισαγγελέα αναμένεται να καταργήσει τη διοικητική έγκριση και να επιβάλει την αλλαγή προς το χειρότερο του ποσοστού των απολύσεων που προβλέπει ο νόμος για μια επιχείρηση, ανάλογα με το προσωπικό που απασχολεί.
Πρόσθετα στα παραπάνω, το πόρισμα υποστηρίζει τα εξής: «Σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης (...) Μετά την πάροδο της κρίσης, ο εργοδότης θα μπορεί να προχωρήσει στην επανέναρξη της πλήρους δραστηριότητάς του με τη βοήθεια ενός έμπειρου εργατικού δυναμικού».
Δηλαδή, προτείνεται αντί για απολύσεις οι επιχειρήσεις ελεύθερα να μειώνουν το ωράριο εργασίας, προφανώς πέρα και από τα σημερινά ισχύοντα, αφού ούτως ή άλλως οι επιχειρήσεις έχουν και σήμερα το δικαίωμα να επιβάλουν εκ περιτροπής εργασία και συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Δηλαδή, η Επιτροπή προτείνει την καθολική επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης, στο όνομα του να μην γίνουν ομαδικές απολύσεις.
Μετά απο όλα αυτά, η ομολογία του Γ. Κατρούγκαλου πως αυτό είναι μεν το πλαίσιο συζήτησης για τη διαπραγμάτευση, αλλά εννοείται ότι τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμα χειρότερα, δείχνει - αν μη τι άλλο - το μέγεθος της επίθεσης που θα βρουν απέναντί τους οι εργαζόμενοι το αμέσως επόμενο διάστημα....
Από την πλευρά του, ο υπουργός ισχυρίστηκε, ότι το πόρισμα είναι υποστηρικτικό προς
τις θέσεις της κυβέρνησης, οι οποίες ταυτίζονται με την «Κοινή Δήλωση των Κοινωνικών Εταίρων». Και τα δυο κείμενα, όμως, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, κινούνται στην ίδια αντεργατική κατεύθυνση, παγιώνουν και νομιμοποιούν τις βασικές αντεργατικές ανατροπές που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια και κλείνουν το δρόμο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και πολύ περισσότερο των Συλλογικών Συμβάσεων.
Τι προβλέπει το πόρισμα
Για τον κατώτατο μισθό: Αυτός τίθεται κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της «κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς». Και μόνο η αναφορά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και συνολικά της οικονομίας, είναι αρκετή για να συνεχίζεται η συμπίεση των μισθών και η διαιώνιση των σημερινών άθλιων επιπέδων των εργατικών εισοδημάτων.Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, αναμένεται να παίξουν τον ειδικό τους ρόλο και οι «ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες» που προβλέπει το πόρισμα, με τους οποίους οι κοινωνικοί εταίροι θα έρχονται σε διαβούλευση πριν την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Με τον τρόπο αυτό και ανεξάρτητα από τον ρόλο που θα αναλάβει τελικά η Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ενισχύει με έναν τρίτο «παίκτη» την πλευρά της εργοδοσίας.
Μάλιστα, η Επιτροπή προτείνει τη διαιώνιση του απαράδεκτου διαχωρισμού των εργαζομένων σε δύο κατηγορίες, στους κάτω των 25 και πάνω από αυτή την ηλικία σε ό,τι αφορά το μισθό τους. Η μόνη διαφοροποίηση είναι ότι τώρα προτείνεται ο χαμηλότερος μισθός για τους νέους να γίνεται βάση της «εργασιακής εμπειρίας» και να μην ξεπερνά τα δύο χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πόρισμα επιμένει στην απαράδεκτη διάκριση σε βάρος των νέων εργαζόμενων.
Για τις Συλλογικές Συμβάσεις: Στο πόρισμα δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες για την επεκτασιμότητα μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σύμβασης, ενώ και στην περίπτωση της ισχύος της ευνοϊκότερης ρύθμισης μπαίνουν «παράθυρα» εξαιρέσεων. Με μια κουβέντα, και εδώ, αυτό που προτείνει η Επιτροπή δεν αμφισβητεί στο παραμικρό την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στο ζήτημα των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών Συμβάσεων.
Ειδικότερα, ενώ η Επιτροπή τοποθετείται γενικά υπέρ της επεκτασιμότητας των κλαδικών Συμβάσεων, με την προϋπόθεση αυτές να είναι αντιπροσωπευτικές (δηλαδή, εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς που υπογράφει να καλύπτουν το 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος), δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την αντιμετώπιση του γνωστού φαινομένου οι εργοδότες να αποχωρούν απο τις ενώσεις τους, με αποτέλεσμα, αφού η εργοδοτική ένωση δεν καλύπτει τους μισούς εργαζόμενους, να μην είναι δυνατή η επεκτασιμότητα μιας Σύμβασης ακόμα και αν υπογραφεί. Ως εκ τούτου, η επεκτασιμότητα της Σύμβασης σε καμία περίπτωση δεν κατοχυρώνεται στην πράξη.
Ανάλογου περιεχομένου είναι η θέση της Επιτροπής και στην περίπτωση ισχύος της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Ενώ δηλαδή και εδώ η πλειοψηφία της Επιτροπής υποστηρίζει πως «(...) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων», προστίθεται αμέσως μετά το εξής: «Εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων».
Θυμίζουμε ότι χρησιμοποιώντας το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, αυτό των «επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων», οι εργοδότες έχουν ήδη επιβάλει μειώσεις στους μισθούς, μέσα από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές Συμβάσεις, με τη στήριξη και της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια και εδώ η ισχύς της ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά «έπεα πτερόεντα»!
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον ΟΜΕΔ, και εδώ η θέση της Επιτροπής είναι υποστηρικτική στην εργοδοσία, αφού τάσσεται υπέρ της προσφυγής σε αυτόν «κατά προτίμηση, εφόσον και τα δύο μέρη συμφωνούν»!
Για τη συνδικαλιστική δράση και την κήρυξη απεργίας: Αν και η Επιτροπή τοποθετείται υπέρ των σημερινών ισχυόντων (σημειωτέον, με τα οποία οι 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες ή καταχρηστικές) ζητάει από το κράτος «να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση». Και εδώ δηλαδή ενισχύει τα όπλα της εργοδοσίας στην αντιπαράθεση με τους εργάτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε απεργιακό αγώνα.
Για τις ομαδικές απολύσεις: Το πόρισμα θεωρεί ότι αυτές «θα πρέπει να ρυθμίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους ως ένα λειτουργικό εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης. Το ισχύον σύστημα της προληπτικής διοικητικής έγκρισης συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετά την έκδοση της απόφασης επί του προδικαστικού ερωτήματος, το ισχύον σύστημα θα μπορούσε να καταργηθεί ή να αντικατασταθεί από ένα άλλο σύστημα εκ των προτέρων έγκρισης του σχεδίου απολύσεων».
Σημειώνεται ότι ήδη η κυβέρνηση έχει σπεύσει να δηλώσει πως θα συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο σύμφωνα με την εισήγηση του εισαγγελέα αναμένεται να καταργήσει τη διοικητική έγκριση και να επιβάλει την αλλαγή προς το χειρότερο του ποσοστού των απολύσεων που προβλέπει ο νόμος για μια επιχείρηση, ανάλογα με το προσωπικό που απασχολεί.
Πρόσθετα στα παραπάνω, το πόρισμα υποστηρίζει τα εξής: «Σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης (...) Μετά την πάροδο της κρίσης, ο εργοδότης θα μπορεί να προχωρήσει στην επανέναρξη της πλήρους δραστηριότητάς του με τη βοήθεια ενός έμπειρου εργατικού δυναμικού».
Δηλαδή, προτείνεται αντί για απολύσεις οι επιχειρήσεις ελεύθερα να μειώνουν το ωράριο εργασίας, προφανώς πέρα και από τα σημερινά ισχύοντα, αφού ούτως ή άλλως οι επιχειρήσεις έχουν και σήμερα το δικαίωμα να επιβάλουν εκ περιτροπής εργασία και συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Δηλαδή, η Επιτροπή προτείνει την καθολική επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης, στο όνομα του να μην γίνουν ομαδικές απολύσεις.
Μετά απο όλα αυτά, η ομολογία του Γ. Κατρούγκαλου πως αυτό είναι μεν το πλαίσιο συζήτησης για τη διαπραγμάτευση, αλλά εννοείται ότι τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμα χειρότερα, δείχνει - αν μη τι άλλο - το μέγεθος της επίθεσης που θα βρουν απέναντί τους οι εργαζόμενοι το αμέσως επόμενο διάστημα....