Νέες πληροφορίες και εκτιμήσεις για το παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης επιβεβαιώνουν ότι το «κλείσιμο» της «αξιολόγησης» δεν συναρτάται κυρίως με τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα, για τα οποία άλλωστε, όπως όλοι ομολογούν, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους και δανειστές.
Εχουμε γράψει πολλές φορές ότι στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους συγκρούονται πολλά και μεγάλα συμφέροντα,
κύρια ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, ειδικότερα με τη Γερμανία. Εκφράζονται, επίσης, αντικρουόμενα συμφέροντα και ανταγωνισμοί ανάμεσα σε κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία, αλλά και αντιπαραθέσεις με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα πολλά ανοιχτά μέτωπα κάνουν ακόμα πιο σύνθετη και δύσκολη την εξεύρεση συμβιβασμού, την ίδια ώρα που σε ΗΠΑ και ΕΕ ενισχύονται δυνάμεις που εκφράζουν τάσεις ενίσχυσης του «προστατευτισμού» της εθνοκρατικής βάσης της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως δείχνει η εκλογή Τραμπ και η ενίσχυση των λεγόμενων «ευρωσκεπτικιστών» όλων των αποχρώσεων σε Ευρωζώνη και ΕΕ.
Για παράδειγμα, ολοένα και πιο συχνά γράφεται ότι ένας από τους αστάθμητους παράγοντες που θα επηρεάσουν τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η στάση που θα κρατήσει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό της στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, δημοσιεύματα στον Τύπο εκτιμούν ότι το ΔΝΤ θα καθυστερήσει να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα, εξαιτίας της μεταβατικής κατάστασης στις ΗΠΑ.
Οπως γράφει το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», χρειάζεται χρόνος για να ενημερωθεί ο νέος Πρόεδρος από το ΔΝΤ για την κατάσταση στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα, ενώ θεωρείται δεδομένο από παλιότερες δηλώσεις του Τραμπ ότι η Ευρωζώνη και ιδιαίτερα η Γερμανία θα πρέπει να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος για τη διαχείριση του χρέους και γενικότερα των οικονομικών προβλημάτων στα κράτη - μέλη, αλλά και για τα ζητήματα της ασφάλειας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η στάση αυτή της αμερικανικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το περιοδικό, φαίνεται να «κουμπώνει» με τις θέσεις άλλων αναδυόμενων ή αναπτυσσόμενων οικονομιών που συμμετέχουν στο ΔΝΤ και υποστηρίζουν ότι η Ευρωζώνη έχει την οικονομική και πολιτική ισχύ να διαχειριστεί από μόνη της τα προβλήματα στα κράτη - μέλη, χωρίς τη συμβολή του ΔΝΤ. Θυμίζουμε ότι οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος «μέτοχος» του ΔΝΤ και κανείς δεν αμφισβητεί το ιδιαίτερο βάρος τους στη λήψη των αποφάσεων.
Δίπλα σ' αυτά, προστέθηκε τις τελευταίες μέρες η «φιλολογία» ότι η καταδίκη της σημερινής προέδρου του ΔΝΤ για ανάμειξη σε οικονομικά σκάνδαλα όσο ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, θα βαρύνει στην απόφαση του Ταμείου για το αν θα παραμείνει στη θέση της ή όχι. Σίγουρα, αν προκύψει τέτοιο ζήτημα, η καταδίκη της Κριστίν Λαγκάρντ θα είναι μόνο η αφορμή και όχι η αιτία. Ηδη, η Γαλλία έσπευσε να τη στηρίξει, ενώ ξεχωριστή μνεία κάνει ο Τύπος στον συναινετικό τρόπο με τον οποίο ως πρόεδρος του ΔΝΤ αντιμετώπισε τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στην Ευρωζώνη.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η άποψη που βλέπει ως «συγκοινωνούντα δοχεία» τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, τις πιθανές αλλαγές στην εξωτερική τους πολιτική στη Μ. Ανατολή, τις σχέσεις τους με τη Ρωσία και αυτές με την Ευρωζώνη.
Γίνεται επομένως φανερό ότι η «μεγάλη εικόνα» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι αυτή που επηρεάζει καθοριστικά τις εξελίξεις και στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη «αξιολόγηση», στην οποία τα αντιλαϊκά μέτρα είναι δεδομένα και συμφωνημένα.
Τετάρτη 21 Δεκέμβρη 2016