Με αφορμή την έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, περίσσεψαν τις τελευταίες μέρες οι κορόνες της κυβέρνησης για το «κακό Ταμείο» που «μπλοκάρει την αξιολόγηση» και τις «παράλογες απαιτήσεις» του, σε αντιδιαστολή με τις εκτιμήσεις της ΕΕ ότι το χρέος είναι διαχειρίσιμο και ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 είναι εφικτοί.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να
αξιοποιήσει προπαγανδιστικά τις υπαρκτές διαφορές και αντιθέσεις ανάμεσα στην Ευρωζώνη από τη μια και στο ΔΝΤ από την άλλη, στόχο έχει να αποπροσανατολίσει το λαό και να τον στοιχίσει πίσω από τη μια ή την άλλη έκφραση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής.
Γιατί αν υπάρχει κάτι στο οποίο συμπίπτουν όλοι οι «θεσμοί» του κουαρτέτου, δεν είναι άλλο από την ανάγκη να προχωρήσουν στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύει το κεφάλαιο, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία του.
Το στόχο αυτό υπηρετεί και η κυβέρνηση, η οποία υπερασπίζεται τη συνέπειά της έως τώρα στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής και διεκδικεί χρόνο και χώρο, προκειμένου πιο ευέλικτα να ελιχθεί απέναντι στη λαϊκή δυσαρέσκεια, χωρίς να παρεκκλίνει ρούπι από το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Στη φάση που βρίσκεται τώρα η διαπραγμάτευση, η κυβέρνηση προβάλλει ως παράγοντα πίεσης για τη γρήγορη ολοκλήρωση της «αξιολόγησης» την επίσπευση των διαδικασιών ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ως αναγκαία προϋπόθεση για να μην εκτροχιαστεί ο «οδικός χάρτης» του κεφαλαίου προς την ανάκαμψη.
Στη βάση αυτή, προετοιμάζει το έδαφος και παρουσιάζει τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα ως «αναγκαία θυσία» στο βωμό της οριστικής εξόδου από την κρίση, επιρρίπτοντας στο ΔΝΤ την ευθύνη για την αγριότητα αυτών των μέτρων και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να νομοθετηθούν.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα μέτρα που βρίσκονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, όπως η παραπέρα συρρίκνωση των φορολογικών εκπτώσεων (αφορολόγητο), ακόμα και η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις, δεν είναι «άγνωστα» στην ευρωπαϊκή πλευρά του κουαρτέτου, ούτε βέβαια στην κυβέρνηση.
Η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», που σημαίνει νέα φορολογική επιβάρυνση στα λαϊκά νοικοκυριά, με μείωση του αφορολόγητου ορίου, φιγουράρει ως ένα από τα πιο επείγοντα μέτρα που ζητάει ο ΣΕΒ, προκειμένου να δημιουργηθούν προϋποθέσεις μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων.
Η «μεταρρύθμιση» των Εργασιακών, με κατοχύρωση και διεύρυνση της σημερινής ζούγκλας στην αγορά εργασίας, περιγράφεται με τον πιο κυνικό τρόπο στις εκθέσεις που επισυνάπτει η ΕΚΤ στα οικονομικά της δελτία, δίνοντας κατεύθυνση στα κράτη - μέλη να ενισχύσουν τη νομοθεσία για τις επιχειρησιακές συμβάσεις σε βάρος των κλαδικών.
Θυμίζουμε επίσης ότι, όπως το ΔΝΤ θέτει την «προληπτική» ψήφιση των μέτρων και τη βιωσιμότητα του χρέους ως προϋποθέσεις για να συνεχίσει να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα, έτσι και η ΕΚΤ προβάλλει την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης» και τη βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους ως τους δύο αναγκαίους όρους για να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, απ' όπου το κράτος θα αντλεί φτηνότερο χρήμα για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Επομένως, καλό το παραμύθι της κυβέρνησης με τους «καλούς» και τους «κακούς» της διαπραγμάτευσης, αλλά δεν έχει «δράκο» και δεν πρέπει να ξεγελάσει, ούτε να φοβίσει το λαό.
Ο μόνος πραγματικός «δράκος» που τον απειλεί και πρέπει να τον συντρίψει, είναι η αντιλαϊκή πολιτική για την ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου, που υπηρετούν από κοινού κυβέρνηση - ΕΕ - ΔΝΤ, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους αντιθέσεις, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα ζητήματα διαχείρισης του χρέους στην Ελλάδα...
Πέμπτη 9 Φλεβάρη 2017