Το πρώτο θέμα που αναδεικνύει ο «Ριζοσπάστης» του Σαββάτου στο πρωτοσέλιδό του, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που τεκμηριώνει όσα επαναλαμβάνει διαρκώς το ΚΚΕ: Οτι έξοδος από την καπιταλιστική κρίση για το κεφάλαιο και τα κόμματά του δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από τσακισμένα εργατικά δικαιώματα. Οτι η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακάμψουν τα επιχειρηματικά κέρδη και
αυτή η προϋπόθεση υλοποιείται τα τελευταία οκτώ χρόνια, οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν βρίσκεται στο τιμόνι της αστικής διαχείρισης, οποιοδήποτε «μείγμα» κι αν υπερασπίζεται.
Η γραμμή που δίνει η ΕΚΤ, δηλαδή ο ένας από τους «θεσμούς» του κουαρτέτου, προς τα κράτη της Ευρωζώνης, είναι άλλη μια υπενθύμιση του με ποιους έχει να αναμετρηθεί το εργατικό κίνημα, αλλά και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να παλέψει. Η αγωνία που διακατέχει όλο το κείμενο της έκθεσης είναι πώς θα μειωθούν οι μισθοί και φυσικά ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία που προτείνει είναι η πλήρης εξουδετέρωση των κλαδικών και η γενίκευση των επιχειρησιακών συμβάσεων. Η πρόκληση, μάλιστα, είναι ότι αυτό το συνδέει με τη «μη μείωση των θέσεων εργασίας», επαναλαμβάνοντας τον σαφή εκβιασμό προς την εργατική τάξη: «Θέλετε μειώσεις μισθών ή απολύσεις;».
Η πείρα των εργαζομένων δείχνει ότι η αυτή η γραμμή δεν είναι μια παραφωνία σ' ένα κατά τα άλλα φιλεργατικό περιβάλλον. Αλλωστε, αυτόν τον εκβιασμό τον ζουν καθημερινά χιλιάδες εργαζόμενοι στους τόπους δουλειάς. Ακόμα περισσότερο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επανέρχεται διαρκώς από την ίδια την αστική τάξη της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι μόνιμα στην ατζέντα του ΣΕΒ είναι οι συστάσεις για πιο «ευέλικτη αγορά εργασίας» και για «απελευθέρωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της αγοράς εργασίας...».
Η έκθεση της ΕΚΤ, με την οποία επιτίθεται στις Συλλογικές Συμβάσεις, είναι άλλη μια αποκάλυψη τού τι σημαίνει η προσήλωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο», κόντρα δήθεν στις «ακραίες επιδιώξεις» του ΔΝΤ... Αλήθεια, ποια είναι η διαφορά όσων η έκθεση προβλέπει για τις εργασιακές αναδιαρθρώσεις σε σχέση με όσα το ΔΝΤ επιθυμεί ή με όσα ο ΣΕΒ επιδιώκει; Καμία διαφορά επί της ουσίας δεν υπάρχει και αυτές οι τοποθετήσεις αποκαλύπτουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει το μαύρο ως άσπρο. Οσο λοιπόν η κυβέρνηση καλεί το λαό να «αφεθεί» στη θαλπωρή των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών» ή να τη θαυμάσει για τις μάχες που δίνει υπερασπιζόμενη το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», τόσο περισσότερο πρέπει να ενισχύεται η πάλη ενάντια στην πολιτική της.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, για την εργατική τάξη είναι σαφές: Κυβέρνηση, αστικά κόμματα, ΔΝΤ, ΕΕ, ΣΕΒ και λοιποί πρόθυμοι είναι στην ίδια όχθη, παρά τα κατά καιρούς καβγαδάκια τους. Ολοι τους πασχίζουν για την ανάκαμψη του κεφαλαίου, που σημαίνει διαρκείς θυσίες από τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία κι αυτό είναι το νήμα που τους ενώνει.
Για τους εργαζόμενους υπάρχει διέξοδος και βρίσκεται στη σύγκρουση με αυτόν το δρόμο, του φαύλου κύκλου κρίσης, μέτρων, αναιμικής ανάκαμψης και νέας κρίσης. Στην όξυνση της εργατικής - λαϊκής πάλης μέσα στους τόπους δουλειάς, ενάντια στα «κεκτημένα» της εκμετάλλευσης, διεκδικώντας την ανάκτηση των απωλειών των τελευταίων ετών, παλεύοντας με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Στην οικοδόμηση της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, ως τη μόνη λύση για να πάρει ο λαός ανάσες και να δρομολογήσει την αντεπίθεσή του, που θα ανατρέψει αυτήν τη βαρβαρότητα. Προϋπόθεση για την ενίσχυση αυτού του προσανατολισμού είναι η συστράτευση με το ΚΚΕ παντού, η ένταξη νέων πρωτοπόρων δυνάμεων σε αυτήν την προσπάθεια, που θα προωθεί τη γραμμή πάλης με τη μόνη αισιόδοξη και ρεαλιστική προοπτική: Την εργατική εξουσία.
Σάββατο 4 Φλεβάρη 2017