Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Οργάνωση και δράση παντού απέναντι στις αντιλαϊκές εξελίξεις

Στο φόντο σοβαρών και πυκνών εξελίξεων στην ΕΕ, τις ΗΠΑ και παγκόσμια, προχωρά η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη «αξιολόγηση» ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο κουαρτέτο.
Το δεδομένο μέχρι αυτή τη στιγμή είναι η εκφρασμένη διάθεση της κυβέρνησης να κλείσουν σύντομα όλες οι αντιλαϊκές εκκρεμότητες, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης». Αυτό σημαίνει ότι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο,
με κανονικό ή «ανάποδο» κόφτη, προληπτικά ή όχι, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προσθέσει νέα βάρη στους εργαζόμενους και στο λαό.
Το πότε και πού θα καταλήξει η διαπραγμάτευση, είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί. Κι αυτό επειδή είναι περισσότερο από βέβαιο ότι δεν διεξάγεται σε ένα μόνο τραπέζι, αλλά σε πολλά παράλληλα, με ένα πλήθος θεμάτων που αγγίζουν τον πυρήνα ευρύτερων ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών ανταγωνισμών.
Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι η Ενέργεια είναι μια από τις βασικές εκκρεμότητες στη διαπραγμάτευση αυτή τη στιγμή, όπως τουλάχιστον προβάλλεται από την κυβέρνηση και το κουαρτέτο, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δεν πρόκειται να «κλείσει», αν δεν υπάρξει ένας μίνιμουμ συμβιβασμός ή μια σχετική πρόοδος στα παζάρια που γίνονται παράλληλα για το ποια μονοπώλια, ποιανού ιμπεριαλιστικού κέντρου θα βάλουν στο χέρι τη μερίδα του λέοντος από την αγορά και τις υποδομές της Ενέργειας στην Ευρώπη και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Αν δεν δημιουργηθούν τουλάχιστον οι προϋποθέσεις να ξεκαθαρίσει σε ένα επόμενο στάδιο με ποια επιχειρηματικά συμφέροντα και σχέδια θα συνδεθεί η προωθούμενη μετατροπή της Ελλάδας σε «ενεργειακό κόμβο», όπως επιδιώκουν το κεφάλαιο και όλα τα αστικά κόμματα.
Τι κινεί τα νήματα;
Σε κάθε περίπτωση, ο αληθινός πρωταγωνιστής της επίθεσης που κλιμακώνεται ενάντια στο λαό, μένει καλά κρυμμένος. Και δεν είναι άλλος από τη μεγαλοεργοδοσία, τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, ελληνικούς και ξένους, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ή προσδοκούν κέρδη από μελλοντικές επενδύσεις σε αυτή. Τα μονοπώλια που βλέπουν την προοπτική να τα μεγαλώσουν, με την ανάλογη κρατική στήριξη σε χρήμα και προνόμια. Με λίγα λόγια δηλαδή το κεφάλαιο.
Οποια πέτρα της διαπραγμάτευσης κι αν σηκώσεις, όποιον αντιλαϊκό νόμο κι αν αναποδογυρίσεις, θα βρεις από κάτω τους συμβιβασμούς, τις συμπράξεις και κυρίως τους ανταγωνισμούς τέτοιων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Για να μην πάμε μακριά, ας δούμε τις εξελίξεις μέχρι αυτή τη στιγμή στο μέτωπο των Εργασιακών. Μόλις χτες, ο «Ριζοσπάστης», με ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμα, παρουσίασε τη μελέτη με την οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη - μέλη να ενθαρρύνουν με τη νομοθεσία τους τη σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων, βάζοντας οριστικά ταφόπλακα στις κλαδικές.
Ο λόγος είναι απλός και ομολογείται κυνικά από την ΕΚΤ: Οι κλαδικές συμβάσεις βάζουν εμπόδια στην ταχύτερη συμπίεση των μισθών, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, κυρίως επειδή δεν μπορούν να προσαρμόσουν ευέλικτα την εξέλιξη των μισθών στα σκαμπανεβάσματα της καπιταλιστικής οικονομίας.
Εξίσου κυνικά, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι είναι δυσκολότερο για την εργοδοσία να αναπροσαρμόσει γρήγορα τους μισθούς, όταν έχει απέναντι εργαζόμενους και συνδικαλιστικές οργανώσεις ενός κλάδου, παρά τους εργαζόμενους μιας μεμονωμένης επιχείρησης, όπου οι εκβιασμοί και οι πιέσεις είναι πιο αποδοτικές.
Αλλος ένας λόγος λοιπόν για να επιταχύνει η κυβέρνηση όχι μόνο το ξήλωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, εξασθενίζοντας κι άλλο την οργάνωση των εργαζομένων σε επίπεδο κλάδου.
«Μονομπλόκ» απέναντι στα εργατικά - λαϊκά συμφέρονταΠοιος τα ζητάει όμως όλα αυτά; Μέχρι χτες η κυβέρνηση έλεγε πως τα απαιτούσε το «σκληρό» ΔΝΤ, ενώ οι θεσμοί της ΕΕ στο κουαρτέτο υπερασπίζονταν μαζί της το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο». Αποδείχτηκε όμως ότι αυτό το ...μοντέλο τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τις περιγραφές του ΔΝΤ για το επόμενο πακέτο μέτρων. Οπως αποδείχτηκε ότι τα μέτρα για τις συμβάσεις και τις ομαδικές απολύσεις που συζητάει η κυβέρνηση, υπάρχουν πρωτίστως στα υπομνήματα που καταθέτει ο ΣΕΒ στην κυβέρνηση και στους άλλους θεσμούς.
Ας δούμε για παράδειγμα τι σημείωναν οι βιομήχανοι, απευθυνόμενοι στην Επιτροπή των «ειδικών» που συνέταξε το πόρισμα - λαιμητόμο για τα Εργασιακά, το οποίο υιοθέτησε στη συνέχεια η κυβέρνηση: «Η χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στον χώρο εργασίας τον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια, οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπερισχύουν, καθεστώς που δεν υφίσταται τώρα».
Και δεν είναι μόνο αυτό. Μόλις πριν από λίγες μέρες, απαντώντας σε Ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ, η Κομισιόν σημείωνε ότι ο υποκατώτατος μισθός είναι «βέλτιστη πρακτική» στην ΕΕ, καθώς εφαρμόζεται με επιτυχία για το κεφάλαιο σε πολλά από τα κράτη - μέλη, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, που καμουφλάρεται με διακηρύξεις περί αύξησης της απασχόλησης, κυρίως των νέων.
Επομένως, το πραγματικό ερώτημα που τίθεται δεν είναι ποιος βάζει στο τραπέζι τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα, αλλά με ποιον στόχο και ποιον σκοπό. Κι ο στόχος στην προκειμένη περίπτωση είναι καθαρός και πέρα από κάθε αμφιβολία: Να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, με τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, στήριξη της κερδοφορίας τους. Κι αυτός ο στόχος περνάει αναπόφευκτα πάνω από τα συντρίμμια των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.
Αυτός ο στόχος, όμως, είναι ταυτόχρονα ο πυρήνας της πολιτικής της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων του κεφαλαίου. Πάνω σ' αυτόν τέμνονται οι στρατηγικές τους και με άξονα αυτόν αναδιατάσσονται στο πολιτικό σκηνικό, θέλοντας να τον υπηρετήσουν από πιο αναβαθμισμένη θέση. Ανεξάρτητα επομένως από τις μεταξύ τους υπαρκτές διαφορές και διαφωνίες, ένα είναι βέβαιο: Ολοι συντάσσονται στο στόχο της ανάκαμψης, που προϋποθέτει μέτρα και πάλι μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και του λαού. Αυτό ζήσαμε στο παρελθόν, το ίδιο ζούμε και με τη δεύτερη «αξιολόγηση».
Να αξιοποιήσει ο λαός την πείρα του
Ο λαός έχει τώρα μεγαλύτερη πείρα από την προσπάθεια της αστικής τάξης και των κυβερνήσεών της να τον καταστήσουν αδρανή ή και συμμέτοχο στα αντιλαϊκά τους σχέδια. Δοκίμασε και παλιότερα, δοκιμάζει και τώρα τις απειλές και τους εκβιασμούς ότι αν δεν συναινέσει στο κλείσιμο της «αξιολόγησης» με όλα τα αντιλαϊκά συμπαρομαρτούντα, στη γωνία τον περιμένει η «αποσταθεροποίηση» και νέες περιπέτειες. Τον περιμένει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας, όταν ολοένα και περισσότεροι ζουν μια χρεοκοπημένη ζωή.
Το σκηνικό της στρατιωτικής έντασης στην περιοχή, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα στην ΕΕ, κάνει ευκολότερο να πιάσει ένας τέτοιος εκβιασμός. Ο οποίος εναλλάσσεται και έρχεται να συμπληρώσει τη σταθερή προσπάθεια της κυβέρνησης να καλλιεργήσει προσδοκίες και αυταπάτες, ότι από την καπιταλιστική ανάκαμψη έχει να κερδίσει και ο λαός. Οτι οι θυσίες πιάνουν τάχα τόπο, στο βαθμό που σπρώχνουν προς τα πάνω τους ρυθμούς της ανάπτυξης.
Με αυτό το κλίμα, που αναπαράγεται ευρέως και από πολλά διαφορετικά κανάλια, έχουν να αναμετρηθούν καθημερινά οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Δεν πρόλαβαν να απεργήσουν δυο μέρες οι ναυτεργάτες τον Δεκέμβρη, και λύσσαξαν να τους παρουσιάσουν σαν τους καταστροφείς της οικονομίας.
Το ίδιο και τους μικρομεσαίους αγρότες, που μόλις γύρισαν τις μίζες των τρακτέρ βρήκαν απέναντί τους σύσσωμο τον σάπιο αστικό κόσμο να τους καταγγέλλει για υπονομευτές της σταθερότητας και της ανάπτυξης, ποντάροντας στον κοινωνικό αυτοματισμό. Ωστόσο, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει σιωπητήριο, δεν έπαψαν όλο το προηγούμενο διάστημα οι εστίες αντίστασης και διεκδίκησης απέναντι στην αντιλαϊκή της πολιτική.
Οι αγώνες σε εργοστάσια και κλάδους, όπως στη Ζώνη και στα Πρακτορεία για τις ΣΣΕ, η πάλη ενάντια στα δουλεμπορικά που ξεσαλώνουν στους λιθογράφους, οι κινητοποιήσεις των υγειονομικών στην Αττική και σε άλλες πόλεις, έχοντας στο πλευρό τους σωματεία και Λαϊκές Επιτροπές, η πολυήμερη απεργία των ναυτεργατών, η μάχη των εργολαβικών της ΛΑΡΚΟ για το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, ο σταθερός αγώνας των εργαζόμενων στην «Καρυπίδης» για τα δεδουλευμένα και τις θέσεις εργασίας, οι κινητοποιήσεις συνδικάτων της Αττικής για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, ο μαχητικός αγώνας των εργαζομένων στο «Athens Ledra», που δεν το βάζουν κάτω, οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες, ενάντια στην κρατική και ευρωπαϊκή πολιτική του εγκλωβισμού, αλλά και στο φασιστικό δηλητήριο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, είναι μερικά μόνο απ' όσα μπορεί να σταχυολογήσει κανείς, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό της δράσης του κινήματος τους τελευταίους μήνες.
Ανεβάζουμε στροφές
Το επόμενο διάστημα χρειάζεται να ανέβουν οι στροφές. Οι εξελίξεις μυρίζουν μπαρούτι σε όλα τα μέτωπα και το κίνημα χρειάζεται να βρίσκεται σε ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι κάτι άγνωστο και απόμακρο, όπως δεν είναι απίθανο να γενικευτεί. Η αντιλαϊκή επίθεση κλιμακώνεται επειδή αυτό επιτάσσουν οι ανάγκες και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, που γίνεται ακόμα πιο επιθετικό στο έδαφος των δυσκολιών που έχει η οικονομία να ανακάμψει και των ανταγωνισμών που οξύνονται επικίνδυνα. Μια ματιά στη μία και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αρκεί για να το καταλάβει κανείς.
Επομένως, οργάνωση και δράση παντού, με επίκεντρο τον χώρο δουλειάς και τον κλάδο. Θαρρετό άνοιγμα και συζήτηση με τους εργαζόμενους για τα σχέδια κυβέρνησης - κουαρτέτου και τους στόχους που υπηρετούν. Για την ανάγκη να διαχωριστούν οι εργαζόμενοι από τα σχέδια της εργοδοσίας, να καταλάβουν περισσότεροι ότι ο δρόμος της καπιταλιστικής ανάκαμψης σημαίνει γκρεμός και ελεύθερη πτώση δίχως πάτο για τα δικά τους δικαιώματα και των παιδιών τους.
Προπάντων όμως χρειάζεται συσπείρωση και δράση γύρω από αιτήματα και στόχους πάλης που έρχονται σε αντιπαράθεση με την εργοδοσία και φέρνουν στο προσκήνιο τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Κλιμάκωση σε όλα τα μέτωπα, και ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με επόμενο σταθμό τα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, στις 21 Φλεβάρη, με αίτημα την ανάκτηση των απωλειών, την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες.
Σ' αυτή την οργάνωση του αγώνα, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες θα πρωτοστατήσουν, μέσα από τα συνδικάτα και τους άλλους φορείς του κινήματος, αναδεικνύοντας την ανάγκη να κάνουν οι εργαζόμενοι ένα βήμα μπροστά στη σύγκρουση με την εργοδοσία, τα κόμματα και την αντιλαϊκή τους πολιτική, ενισχύοντας τα αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά του αγώνα. Να βάλουν πλάτη στην ανασύνταξη του κινήματος και στην ισχυροποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, με ακόμα πιο ισχυρό ΚΚΕ.

Κυριακή 5 Φλεβάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ