Η προσέλκυση επενδύσεων και η έξοδος στις αγορές, έστω και δοκιμαστικά μέσα στο χρόνο, αντικατέστησαν προπαγανδιστικά τους «μεσοπρόθεσμους εθνικούς στόχους» της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο Γιούρογκρουπ, όπου η συμφωνία για μια κάποια διευθέτηση του χρέους και η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ πήραν παράταση.
Η κυβέρνηση δικαιολογημένα πανηγυρίζει για την ολοκλήρωση της
«αξιολόγησης», έχοντας κάνει τη βρώμικη δουλειά για το κεφάλαιο, παρά την κριτική που της ασκείται για καθυστερήσεις και αδύναμες πλευρές της συμφωνίας στο Γιούρογκρουπ.
Κραδαίνοντας τώρα αυτή τη συμφωνία, που κατά την ανάλυσή της ενισχύει το κλίμα εμπιστοσύνης των επενδυτών στην ελληνική οικονομία, στελέχη του οικονομικού επιτελείου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός διαφημίζουν τις επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα και δεσμεύονται για διατήρηση και επιτάχυνση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που καθιστούν τη χώρα ελκυστική για την επένδυση κεφαλαίων.
Τι παρουσιάζουν ως πλεονέκτημα της Ελλάδας στους υποψήφιους επενδυτές; Οτι η χώρα, μετά από οχτώ χρόνια κρίσης και ανελέητες αντεργατικές μεταρρυθμίσεις και ανατροπές, έχει καταστεί πλέον φτηνή για επενδύσεις, που σημαίνει ότι προσφέρει κερδοφόρες προοπτικές.
Πρακτικά, διαφημίζουν ότι με ελεγχόμενο τρόπο, στην οικονομία της Ελλάδας έχει υποτιμηθεί κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί πλέον να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος ανάκαμψης, στα ερείπια των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, αν και όλες οι προβλέψεις μιλάνε για αναιμικούς ρυθμούς και μεγάλες αβεβαιότητες, συμβατές με τη γενικότερη κατάσταση και τις δυσκολίες της καπιταλιστικής οικονομίας παγκόσμια.
Από τους βασικούς δείκτες που πιστοποιούν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας για το κεφάλαιο είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, που με συνέπεια υπηρέτησε και υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση, σε συνέχεια των προηγούμενων.
Απ' αυτή την άποψη, δεν είναι παράξενο ότι ο πρωθυπουργός, στην τελευταία ομιλία του στο Υπουργικό Συμβούλιο, «προειδοποίησε» τους υποψήφιους επενδυτές ότι η κυβέρνηση δε σηκώνει «μύγα στο σπαθί της» σε ό,τι αφορά την εφαρμογή και το σεβασμό της εργατικής νομοθεσίας.
Αυτό που «ξεχασε» να πει είναι ότι η εργατική νομοθεσία έχει κάνει «άλματα» τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά την προσαρμογή της στις ανάγκες του κεφαλαίου και στις ανάγκες διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, προκειμένου να δημιουργηθούν καλύτερες προϋποθέσεις ανάκαμψης.
Αυτή την αντεργατική νομοθεσία, που σχεδιάζεται να γίνει ακόμα χειρότερη, με τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η κυβέρνηση στο τέταρτο μνημόνιο, κανένας εργοδότης δεν έχει πραγματικό λόγο να την παραβιάσει, αφού είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Μέσα από ένα πυκνό πλέγμα εθνικών νόμων και ευρωπαϊκών διατάξεων, θωρακίζεται και επεκτείνεται η σύγχρονη εργασιακή ζούγκλα στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ.
Το δεύτερο «ατού» που προβάλλει η κυβέρνηση στους επενδυτές είναι η γεωστρατηγική θέση της χώρας. Οι προοπτικές όμως για την οικονομία που προκύπτουν απ' αυτήν συνδέονται άμεσα με την πολιτική της ενεργότερης συμμετοχής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικά σχέδια και ανταγωνισμούς, που επίσης περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας, ως μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, απέναντι σε ανταγωνιστικά καπιταλιστικά κράτη και κέντρα. Επομένως, οι ευκαιρίες για το κεφάλαιο μεταφράζονται σε νέους κινδύνους για το λαό.
Ενταση της εκμετάλλευσης και εμπλοκή του λαού σε επικίνδυνα ιμπεριαλιστικά σχέδια: Αυτό είναι το δίπτυχο της «ανάκαμψης» που υπηρετεί με την πολιτική της και αυτή η κυβέρνηση, επιβεβαιώνοντας ότι ο λαός δεν έχει τίποτα να περιμένει από τους σχεδιασμούς και τους «εθνικούς στόχους» του κεφαλαίου, και πως ελπίδα αποτελεί μόνο η οργάνωση της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του.
Σάββατο 24 Ιούνη 2017