Από την πλευρά της κυβέρνησης, η βδομάδα ξεκίνησε με πανηγύρια για τη συμφωνία με την τρόικα και έκλεισε με πανηγύρια για το περιεχόμενο του πολυνομοσχεδίου με το οποίο γίνεται νόμος η συμφωνία.
Από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η βδομάδα άρχισε με διαβεβαιώσεις προς το μεγάλο κεφάλαιο ότι μια άλλη κυβέρνηση θα τα καταφέρει καλύτερα και έκλεισε με διαβεβαιώσεις προς τα λαϊκά στρώματα ότι μια
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει τον Στουρνάρα σαν Τσοχατζόπουλο (για ποινικά κολάσιμες πράξεις έκανε λόγο ο Τσίπρας, αναφερόμενος στο πολυνομοσχέδιο).
Και οι δύο πίνουν νερό στο «εθνικό συμφέρον», που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το υπηρετεί, νομοθετώντας όσα τα αστικά επιτελεία εκτιμούν ότι έπρεπε να νομοθετηθούν πριν από είκοσι χρόνια. Η αντιπολίτευση, επίσης, ισχυρίζεται ότι θα υπηρετήσει το ίδιο «εθνικό συμφέρον» πιο αποτελεσματικά. Προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει το λαό ότι η ασκούμενη πολιτική είναι αντιλαϊκή επειδή είναι αναποτελεσματική και όχι επειδή υπηρετεί το κεφάλαιο.
Και οι δύο δεν μπορούν να κρύψουν πως με όποιο τρόπο κι αν «ντύνουν» την πολιτική τους αυτή είναι μια πολιτική κομμένη και ραμμένη ακριβώς στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου (μια ματιά στις τελευταίες δηλώσεις Δραγασάκη διαλύει κάθε αυταπάτη).
Πέρα, όμως, από τα καλέσματα για «εθνική ομοψυχία» του ενός και για κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» του άλλου βρίσκεται η κοινωνία της εκμετάλλευσης με τάξεις που έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Βρίσκεται το γεγονός ότι οι εργάτες, τα φτωχά - λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να βαδίσουν μαζί με τους βιομηχάνους, τους εφοπλιστές, τους τραπεζίτες, την ΕΕ. Κι αυτό ακριβώς συγκαλύπτουν και οι δύο.
Ο Αντ. Σαμαράς ισχυρίστηκε ότι «ένα θλιβερό κεφάλαιο κλείνει και μια νέα εποχή ξεκινά για τη χώρα μας. Που θα απελευθερώσει πλέον το μεγάλο αναπτυξιακό δυναμικό της. Και θα γίνει αληθινό υπόδειγμα ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας και ευημερίας». Από την πλευρά του, σαφές μήνυμα στην αστική τάξη ότι «ο βασικός διαπραγματευτικός στόχος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η συλλογική και συνολική ανάπτυξη» της καπιταλιστικής οικονομίας, έστειλε και ο Αλ. Τσίπρας.
Η τέτοιου τύπου πολιτική αντιπαράθεση συσκοτίζει το γεγονός ότι με αυτήν ή την άλλη μορφή πολιτικής εντός των τειχών του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι έχουν απέναντί τους το ίδιο το κεφάλαιο από τα συμφέροντα του οποίου εκπορεύονται οι διάφορες παραλλαγές της μίας και αδιαίρετης αντεργατικής πολιτικής. Το ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο το κεφάλαιο και εκεί πρέπει να στραφούν τα βέλη αποδείχτηκε περίτρανα στα κεντρικά γεγονότα αυτής της βδομάδας.
Η συμφωνία με την τρόικα
Η πολιτική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στη «νέα συμφωνία κυβέρνησης - τρόικας», καθώς πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη, αφού είναι σίγουρο ότι η συμφωνία προωθεί μια σειρά από καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αφού έχουν υλοποιηθεί σε άλλα κράτη της ΕΕ. Πρόκειται για αναδιαρθρώσεις που έχουν στο επίκεντρό τους την υπεράσπιση της «ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου» (βλέπε κερδοφορία) και αφορούν στο «άνοιγμα» νέων πεδίων δράσης, βαθιές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, διοικητικές αλλαγές στο κράτος, έτσι ώστε καλύτερα να υπηρετείται η κεφαλαιοκρατική δραστηριότητα.
Η φιλοκυβερνητική προπαγάνδα, ουσιαστικά, προσπαθεί να «κρύψει» τις επιπτώσεις για την εργατική τάξη και τα φτωχά - λαϊκά στρώματα από την εφαρμογή αυτών των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων», προσπαθεί, μάλιστα, να τις διαστρεβλώσει. Ετσι π.χ. εμφανίζει την κατάργηση των 3ετιών ή τις μαζικές απολύσεις ως «ευκαιρία» για τους ανέργους για να βρουν δουλειά, το άνοιγμα αγορών ως όρο για φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες κ.λπ. Επιδιώκει να ενισχύσει «συντεχνιακούς» διχασμούς ανάμεσα στους εργαζόμενους, για να επιβάλει την «κοινωνική συνοχή».
Η κριτική, που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γίνεται από τη σκοπιά αλλαγής μείγματος στο έδαφος όμως του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΕΕ. Ετσι, γίνεται κριτική για το ότι το πλεόνασμα είναι αποτέλεσμα λιτότητας, ότι δε διατίθεται στην «παραγωγή» (βλέπε στη χρηματοδότηση της καπιταλιστικής ανάκαμψης), αλλά στους δανειστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι η πολιτική της κυβέρνησης είναι αντιλαϊκή, επειδή είναι αναποτελεσματική να στηρίξει την καπιταλιστική ανάκαμψη. Επιδιώκει έτσι να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους στη λογική στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης ως «φιλολαϊκής διεξόδου».
Η συμφωνία για το Ελληνικό
Με τη συμφωνία για το Ελληνικό έγινε καθαρό ότι η κυβέρνηση, με οδηγό και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, ιδιωτικοποιεί ελεύθερους χώρους σε όλο το μήκος του παραλιακού μετώπου, των νότιων συνοικιών της Αττικής, προσφέροντας νέα πεδία κερδοφορίας στο κεφάλαιο και θυσιάζοντας τις λαϊκές ανάγκες. Οι εξελίξεις σε όλο το παραλιακό μέτωπο του Σαρωνικού αφορούν πρώτα και κύρια τους νέους, τους εργαζόμενους, τις λαϊκές οικογένειες όλης της Αττικής. Οσα συμβαίνουν σε Φαληρικό Δέλτα, Φλοίσβο, πρώην Αεροδρόμιο Ελληνικού, πρώην αμερικάνικη βάση, Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Αγίου Κοσμά, Αστέρα Βουλιαγμένης και στα χιλιάδες στρέμματα εκκλησιαστικής περιουσίας στη Βουλιαγμένη, συνθέτουν ένα τεράστιο παζλ επενδυτικών σχεδίων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα σχέδιά τους στερούν από το λαό μεγάλες ανάσες ζωής, χώρους Αθλητισμού και Πολιτισμού, αναψυχής και ψυχαγωγίας. Στην περιοχή του Ελληνικού θα στήσουν μια τεράστια πολιτεία για υψηλά βαλάντια. Σε άλλες περιοχές ετοιμάζουν ξενοδοχειακά συγκροτήματα, τουριστικές επενδύσεις μεγάλου βεληνεκούς, μαρίνες για υπερπολυτελή σκάφη. Η προώθηση των σχεδίων των πολυεθνικών ισοδυναμεί με κλιμάκωση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Το γεγονός ότι η αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ άρχισε και τέλειωσε στο «τίμημα» της εξαγοράς κρύβει την ουσία, ότι είναι μία μεγάλη καπιταλιστική επένδυση, μια ιδιωτικοποίηση, που υπηρετεί την κερδοφορία των ομίλων, την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της άρχουσας τάξης, θυσιάζοντας τις ανάγκες του λαού, με υπερπολυτελείς κατασκευές (όπως καζίνο και ξενοδοχεία) που η λαϊκή οικογένεια ούτε απ' έξω δεν θα μπορεί να περάσει.
Το πολυνομοσχέδιο
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση εξάντλησαν την αντιπαράθεσή τους στο ποιος εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου στο όνομα πάντα, βέβαια, του λαού. Η κυβέρνηση εμφάνισε τις ρυθμίσεις για το γάλα ως απόφαση που θα ρίξει τις τιμές και ο ΣΥΡΙΖΑ έκλαψε για τις τράπεζες, τις οποίες εμφάνισε ως ευαγή λαϊκά ιδρύματα που τώρα όμως θα περάσουν στα χέρια των ξένων.
Και οι δύο κρύβουν το γεγονός ότι με το πολυνομοσχέδιο προωθούνται αντιλαϊκά μέτρα «διαρθρωτικού χαρακτήρα», τα οποία περιλαμβάνονται στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ, όπως οι «απελευθερώσεις» σε κλάδους και τομείς της οικονομίας, με έμφαση στο λιανεμπόριο και ειδικά για επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται ακόμη από τη σχετική διασπορά της δραστηριότητας. Με τον ίδιο στόχο, αυτόν της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, το πολυνομοσχέδιο ανοίγει το δρόμο για πλήρη κατάργηση της προϋπηρεσίας («τριετιών») και κάθε επιδόματος στον κατώτερο μισθό που θα νομοθετείται από το 2017, ενώ μέσα στο 2014 μειώνει κατά 50% τις τριετίες στους μακροχρόνια ανέργους που βρίσκουν δουλειά. Ταυτόχρονα, μειώνονται παραπέρα οι εργοδοτικές εισφορές κατά 3,9 μονάδες. Παράλληλα, προχωρούν και οι κατασχέσεις σε βάρος αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, καταργούνται κοινωνικοί πόροι προς δεκάδες ασφαλιστικά ταμεία, επεκτείνεται το δουλεμπόριο στο Δημόσιο μέσω των «εταιρειών ενοικίασης».
Για να θολώσει την εικόνα, η κυβέρνηση μιλά για ανακούφιση, που δήθεν θα προέλθει από την ανάκαμψη και την έξοδο από τα μνημόνια και την κρίση. Ομως, η όποια επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη δεν πρόκειται να αναπληρώσει τις απώλειες σε δικαιώματα, ούτε θα ανακόψει την πορεία επιδείνωσης συνολικά. Το πολυνομοσχέδιο είναι κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών, αφού τους προσφέρει ακόμη πιο φτηνή εργατική δύναμη και νέα πεδία κερδοφορίας, που θα προκύψουν από τον εκτοπισμό αυτοαπασχολουμένων.
Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται για το ποιος θα φέρει και θα υπηρετήσει καλύτερα την καπιταλιστική ανάκαμψη, η οποία θα πατήσει πάνω στα ισοπεδωμένα δικαιώματα των εργαζομένων. Και οι δύο μιλάνε για διασφάλιση της πορείας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Ο ένας με το κουστούμι του προεδρεύοντος της ΕΕ, ο άλλος με το κουστούμι του υποψήφιου προέδρου της Κομισιόν. Δε λένε κουβέντα όμως για τα κουστούμια που έχει ράψει η ΕΕ με μνημόνια διαρκείας σε όλους τους λαούς.
Ανασύνταξη με ισχυρό ΚΚΕ
Τα επόμενα χρόνια, αυτός ο δρόμος θα γίνει ακόμη πιο σκληρός για το λαό. Τώρα χρειάζεται οργάνωση, ανασύνταξη, αγωνιστική απάντηση, λαϊκή συμμαχία εργατών, αυταπασχολουμένων, αγροτών, νέων, γυναικών ενάντια στον κοινό αντίπαλο που είναι η ΕΕ, τα μονοπώλια και τα κόμματά τους.
Από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η βδομάδα άρχισε με διαβεβαιώσεις προς το μεγάλο κεφάλαιο ότι μια άλλη κυβέρνηση θα τα καταφέρει καλύτερα και έκλεισε με διαβεβαιώσεις προς τα λαϊκά στρώματα ότι μια
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει τον Στουρνάρα σαν Τσοχατζόπουλο (για ποινικά κολάσιμες πράξεις έκανε λόγο ο Τσίπρας, αναφερόμενος στο πολυνομοσχέδιο).
Και οι δύο πίνουν νερό στο «εθνικό συμφέρον», που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το υπηρετεί, νομοθετώντας όσα τα αστικά επιτελεία εκτιμούν ότι έπρεπε να νομοθετηθούν πριν από είκοσι χρόνια. Η αντιπολίτευση, επίσης, ισχυρίζεται ότι θα υπηρετήσει το ίδιο «εθνικό συμφέρον» πιο αποτελεσματικά. Προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει το λαό ότι η ασκούμενη πολιτική είναι αντιλαϊκή επειδή είναι αναποτελεσματική και όχι επειδή υπηρετεί το κεφάλαιο.
Και οι δύο δεν μπορούν να κρύψουν πως με όποιο τρόπο κι αν «ντύνουν» την πολιτική τους αυτή είναι μια πολιτική κομμένη και ραμμένη ακριβώς στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου (μια ματιά στις τελευταίες δηλώσεις Δραγασάκη διαλύει κάθε αυταπάτη).
Πέρα, όμως, από τα καλέσματα για «εθνική ομοψυχία» του ενός και για κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» του άλλου βρίσκεται η κοινωνία της εκμετάλλευσης με τάξεις που έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Βρίσκεται το γεγονός ότι οι εργάτες, τα φτωχά - λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να βαδίσουν μαζί με τους βιομηχάνους, τους εφοπλιστές, τους τραπεζίτες, την ΕΕ. Κι αυτό ακριβώς συγκαλύπτουν και οι δύο.
Ο Αντ. Σαμαράς ισχυρίστηκε ότι «ένα θλιβερό κεφάλαιο κλείνει και μια νέα εποχή ξεκινά για τη χώρα μας. Που θα απελευθερώσει πλέον το μεγάλο αναπτυξιακό δυναμικό της. Και θα γίνει αληθινό υπόδειγμα ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας και ευημερίας». Από την πλευρά του, σαφές μήνυμα στην αστική τάξη ότι «ο βασικός διαπραγματευτικός στόχος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η συλλογική και συνολική ανάπτυξη» της καπιταλιστικής οικονομίας, έστειλε και ο Αλ. Τσίπρας.
Η τέτοιου τύπου πολιτική αντιπαράθεση συσκοτίζει το γεγονός ότι με αυτήν ή την άλλη μορφή πολιτικής εντός των τειχών του καπιταλισμού οι εργαζόμενοι έχουν απέναντί τους το ίδιο το κεφάλαιο από τα συμφέροντα του οποίου εκπορεύονται οι διάφορες παραλλαγές της μίας και αδιαίρετης αντεργατικής πολιτικής. Το ότι ο αντίπαλος είναι το ίδιο το κεφάλαιο και εκεί πρέπει να στραφούν τα βέλη αποδείχτηκε περίτρανα στα κεντρικά γεγονότα αυτής της βδομάδας.
Η συμφωνία με την τρόικα
Η πολιτική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στη «νέα συμφωνία κυβέρνησης - τρόικας», καθώς πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη, αφού είναι σίγουρο ότι η συμφωνία προωθεί μια σειρά από καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου, θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, αφού έχουν υλοποιηθεί σε άλλα κράτη της ΕΕ. Πρόκειται για αναδιαρθρώσεις που έχουν στο επίκεντρό τους την υπεράσπιση της «ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου» (βλέπε κερδοφορία) και αφορούν στο «άνοιγμα» νέων πεδίων δράσης, βαθιές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, διοικητικές αλλαγές στο κράτος, έτσι ώστε καλύτερα να υπηρετείται η κεφαλαιοκρατική δραστηριότητα.
Η φιλοκυβερνητική προπαγάνδα, ουσιαστικά, προσπαθεί να «κρύψει» τις επιπτώσεις για την εργατική τάξη και τα φτωχά - λαϊκά στρώματα από την εφαρμογή αυτών των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων», προσπαθεί, μάλιστα, να τις διαστρεβλώσει. Ετσι π.χ. εμφανίζει την κατάργηση των 3ετιών ή τις μαζικές απολύσεις ως «ευκαιρία» για τους ανέργους για να βρουν δουλειά, το άνοιγμα αγορών ως όρο για φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες κ.λπ. Επιδιώκει να ενισχύσει «συντεχνιακούς» διχασμούς ανάμεσα στους εργαζόμενους, για να επιβάλει την «κοινωνική συνοχή».
Η κριτική, που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γίνεται από τη σκοπιά αλλαγής μείγματος στο έδαφος όμως του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ΕΕ. Ετσι, γίνεται κριτική για το ότι το πλεόνασμα είναι αποτέλεσμα λιτότητας, ότι δε διατίθεται στην «παραγωγή» (βλέπε στη χρηματοδότηση της καπιταλιστικής ανάκαμψης), αλλά στους δανειστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι η πολιτική της κυβέρνησης είναι αντιλαϊκή, επειδή είναι αναποτελεσματική να στηρίξει την καπιταλιστική ανάκαμψη. Επιδιώκει έτσι να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους στη λογική στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης ως «φιλολαϊκής διεξόδου».
Η συμφωνία για το Ελληνικό
Με τη συμφωνία για το Ελληνικό έγινε καθαρό ότι η κυβέρνηση, με οδηγό και τις κατευθύνσεις της ΕΕ, ιδιωτικοποιεί ελεύθερους χώρους σε όλο το μήκος του παραλιακού μετώπου, των νότιων συνοικιών της Αττικής, προσφέροντας νέα πεδία κερδοφορίας στο κεφάλαιο και θυσιάζοντας τις λαϊκές ανάγκες. Οι εξελίξεις σε όλο το παραλιακό μέτωπο του Σαρωνικού αφορούν πρώτα και κύρια τους νέους, τους εργαζόμενους, τις λαϊκές οικογένειες όλης της Αττικής. Οσα συμβαίνουν σε Φαληρικό Δέλτα, Φλοίσβο, πρώην Αεροδρόμιο Ελληνικού, πρώην αμερικάνικη βάση, Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Αγίου Κοσμά, Αστέρα Βουλιαγμένης και στα χιλιάδες στρέμματα εκκλησιαστικής περιουσίας στη Βουλιαγμένη, συνθέτουν ένα τεράστιο παζλ επενδυτικών σχεδίων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα σχέδιά τους στερούν από το λαό μεγάλες ανάσες ζωής, χώρους Αθλητισμού και Πολιτισμού, αναψυχής και ψυχαγωγίας. Στην περιοχή του Ελληνικού θα στήσουν μια τεράστια πολιτεία για υψηλά βαλάντια. Σε άλλες περιοχές ετοιμάζουν ξενοδοχειακά συγκροτήματα, τουριστικές επενδύσεις μεγάλου βεληνεκούς, μαρίνες για υπερπολυτελή σκάφη. Η προώθηση των σχεδίων των πολυεθνικών ισοδυναμεί με κλιμάκωση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Το γεγονός ότι η αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ άρχισε και τέλειωσε στο «τίμημα» της εξαγοράς κρύβει την ουσία, ότι είναι μία μεγάλη καπιταλιστική επένδυση, μια ιδιωτικοποίηση, που υπηρετεί την κερδοφορία των ομίλων, την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της άρχουσας τάξης, θυσιάζοντας τις ανάγκες του λαού, με υπερπολυτελείς κατασκευές (όπως καζίνο και ξενοδοχεία) που η λαϊκή οικογένεια ούτε απ' έξω δεν θα μπορεί να περάσει.
Το πολυνομοσχέδιο
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση εξάντλησαν την αντιπαράθεσή τους στο ποιος εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου στο όνομα πάντα, βέβαια, του λαού. Η κυβέρνηση εμφάνισε τις ρυθμίσεις για το γάλα ως απόφαση που θα ρίξει τις τιμές και ο ΣΥΡΙΖΑ έκλαψε για τις τράπεζες, τις οποίες εμφάνισε ως ευαγή λαϊκά ιδρύματα που τώρα όμως θα περάσουν στα χέρια των ξένων.
Και οι δύο κρύβουν το γεγονός ότι με το πολυνομοσχέδιο προωθούνται αντιλαϊκά μέτρα «διαρθρωτικού χαρακτήρα», τα οποία περιλαμβάνονται στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ, όπως οι «απελευθερώσεις» σε κλάδους και τομείς της οικονομίας, με έμφαση στο λιανεμπόριο και ειδικά για επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται ακόμη από τη σχετική διασπορά της δραστηριότητας. Με τον ίδιο στόχο, αυτόν της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, το πολυνομοσχέδιο ανοίγει το δρόμο για πλήρη κατάργηση της προϋπηρεσίας («τριετιών») και κάθε επιδόματος στον κατώτερο μισθό που θα νομοθετείται από το 2017, ενώ μέσα στο 2014 μειώνει κατά 50% τις τριετίες στους μακροχρόνια ανέργους που βρίσκουν δουλειά. Ταυτόχρονα, μειώνονται παραπέρα οι εργοδοτικές εισφορές κατά 3,9 μονάδες. Παράλληλα, προχωρούν και οι κατασχέσεις σε βάρος αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, καταργούνται κοινωνικοί πόροι προς δεκάδες ασφαλιστικά ταμεία, επεκτείνεται το δουλεμπόριο στο Δημόσιο μέσω των «εταιρειών ενοικίασης».
Για να θολώσει την εικόνα, η κυβέρνηση μιλά για ανακούφιση, που δήθεν θα προέλθει από την ανάκαμψη και την έξοδο από τα μνημόνια και την κρίση. Ομως, η όποια επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη δεν πρόκειται να αναπληρώσει τις απώλειες σε δικαιώματα, ούτε θα ανακόψει την πορεία επιδείνωσης συνολικά. Το πολυνομοσχέδιο είναι κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών, αφού τους προσφέρει ακόμη πιο φτηνή εργατική δύναμη και νέα πεδία κερδοφορίας, που θα προκύψουν από τον εκτοπισμό αυτοαπασχολουμένων.
Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται για το ποιος θα φέρει και θα υπηρετήσει καλύτερα την καπιταλιστική ανάκαμψη, η οποία θα πατήσει πάνω στα ισοπεδωμένα δικαιώματα των εργαζομένων. Και οι δύο μιλάνε για διασφάλιση της πορείας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Ο ένας με το κουστούμι του προεδρεύοντος της ΕΕ, ο άλλος με το κουστούμι του υποψήφιου προέδρου της Κομισιόν. Δε λένε κουβέντα όμως για τα κουστούμια που έχει ράψει η ΕΕ με μνημόνια διαρκείας σε όλους τους λαούς.
Ανασύνταξη με ισχυρό ΚΚΕ
Τα επόμενα χρόνια, αυτός ο δρόμος θα γίνει ακόμη πιο σκληρός για το λαό. Τώρα χρειάζεται οργάνωση, ανασύνταξη, αγωνιστική απάντηση, λαϊκή συμμαχία εργατών, αυταπασχολουμένων, αγροτών, νέων, γυναικών ενάντια στον κοινό αντίπαλο που είναι η ΕΕ, τα μονοπώλια και τα κόμματά τους.