Μετά την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) ήρθε η πρώτη εξειδίκευση με τη Λευκή Βίβλο (1994) από την οποία σταχυολογούμε:
«Η μείωση του κόστους εργασίας θα μπορούσε να αφορά τις εργοδοτικές εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση». Το μέτρο που έχει εφαρμοστεί σε ένα βαθμό προτείνεται και από τον ΟΟΣΑ, εμπεριέχεται και στην πρόσφατη συμφωνία της συγκυβέρνησης με την τρόικα. Στις επόμενες μέρες, μαζί με τις άλλες
αντιλαϊκές διατάξεις θα κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή.
«Για να διευκολύνεται η απασχόληση των νέων, προτείνεται να καθιερωθεί η μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον ελάχιστο μισθό, τις μειωμένες κοινωνικές εισφορές ή άλλους τρόπους της σύμβασης» (π.χ. μέσω θέσπισης ευέλικτων συστημάτων μαθητείας ή πρακτικής άσκησης». Ορισμένα από αυτά εφαρμόστηκαν από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, άλλα (όπως ο κατώτατος μισθός) πρόσφατα και μάλιστα σε συνθήκες οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης.
«Σε πολλές χώρες του νότου η νομοθεσία που διέπει τους όρους απόλυσης των εργαζομένων με συμβάσεις απεριορίστου χρόνου, πρέπει να χαλαρώσει». Η απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων εργαζομένων, ήταν ψηλά στην ατζέντα των πρόσφατων διαβουλεύσεων με την τρόικα. Το θέμα θα επανέλθει στο προσκήνιο το επόμενο διάστημα.
«Τα άτομα τα οποία έχουν εργασία πρέπει να πειστούν ότι η αλληλεγγύη που θα δείξουν με την αποδοχή ορισμένων θυσιών θα καταλήξει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για εκείνους οι οποίοι σήμερα είναι άνεργοι». Το ίδιο επιχείρημα και μάλιστα διανθισμένο με τις νέες ανάγκες που γέννησε η καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα, αξιοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις της περιόδου, προκειμένου να προχωρήσουν σε γενικευμένες μειώσεις μισθών και συντάξεων αλλά και για την επιβολή νέων ασήκωτων φόρων. Ετσι κι αλλιώς ήταν μέτρο που θα έπαιρναν, στο ένα ή στον άλλο βαθμό, είτε σε συνθήκες εντατικών ρυθμών αύξησης του παραγόμενο ΑΕΠ (όπως σε άλλα κράτη της ΕΕ) είτε σε καιρό κρίσης (όπως στην Ελλάδα).
Το έτος 2002 και σε περίοδο εκρηκτικών ρυθμών διόγκωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας σημείωνε:
-- Για την «ευελιξία στην αγορά εργασίας» ότι υπάρχουν στοιχεία «δυσκαμψίας», λέγοντας ότι μέσα στο 2001 «έγιναν σημαντικά θετικά βήματα». Τέτοια βήματα, σύμφωνα με τους ίδιους, είναι η «ψήφιση του νόμου για την αναδιάρθρωση του ΟΑΕΔ και για τους όρους λειτουργίας των Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης» (δηλαδή των εταιρειών ενοικίασης εργαζομένων).
-- Για τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές ότι «πρέπει να αξιοποιηθεί η θετική εμπειρία της απελευθέρωσης της αγοράς τηλεπικοινωνιών» και να συνεχιστεί η διαδικασία «απελευθέρωσης» στην αγορά Ενέργειας. Δεν αφήνουν στο απυρόβλητο ούτε «αγορές με μικρότερη αναπτυξιακή σημασία» και ως τέτοια ανέφεραν την «αγορά νωπών οπωροκηπευτικών».
-- Για την Κοινωνική Ασφάλιση ότι η «αντιμετώπιση πρέπει να αρχίσει αμέσως». Για την εξασφάλιση της «βιωσιμότητας του συστήματος» ότι «απαιτούνται και παρεμβάσεις σε ορισμένες παραμέτρους του ισχύοντος» όπως «στην ηλικία συνταξιοδότησης, στη βάση υπολογισμού της σύνταξης και στο ποσοστό αναπλήρωσης των αποδοχών». Χαρακτηριστικά, σημείωναν ότι «η πολιτική διάθεσης πόρων για τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης υπόκειται στους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους»...
-- Για τη «φορολογική μεταρρύθμιση», βασικός γνώμονας ήταν «η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», που απαιτεί «πλήθος φορολογικών παρεμβάσεων» που αφορούν στη «μείωση των συντελεστών των φόρων επί των κερδών των επιχειρήσεων και τον περιορισμό των εργοδοτικών εισφορών στην Κοινωνική Ασφάλιση».
«Η μείωση του κόστους εργασίας θα μπορούσε να αφορά τις εργοδοτικές εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση». Το μέτρο που έχει εφαρμοστεί σε ένα βαθμό προτείνεται και από τον ΟΟΣΑ, εμπεριέχεται και στην πρόσφατη συμφωνία της συγκυβέρνησης με την τρόικα. Στις επόμενες μέρες, μαζί με τις άλλες
αντιλαϊκές διατάξεις θα κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή.
«Για να διευκολύνεται η απασχόληση των νέων, προτείνεται να καθιερωθεί η μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τον ελάχιστο μισθό, τις μειωμένες κοινωνικές εισφορές ή άλλους τρόπους της σύμβασης» (π.χ. μέσω θέσπισης ευέλικτων συστημάτων μαθητείας ή πρακτικής άσκησης». Ορισμένα από αυτά εφαρμόστηκαν από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, άλλα (όπως ο κατώτατος μισθός) πρόσφατα και μάλιστα σε συνθήκες οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης.
«Σε πολλές χώρες του νότου η νομοθεσία που διέπει τους όρους απόλυσης των εργαζομένων με συμβάσεις απεριορίστου χρόνου, πρέπει να χαλαρώσει». Η απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων εργαζομένων, ήταν ψηλά στην ατζέντα των πρόσφατων διαβουλεύσεων με την τρόικα. Το θέμα θα επανέλθει στο προσκήνιο το επόμενο διάστημα.
«Τα άτομα τα οποία έχουν εργασία πρέπει να πειστούν ότι η αλληλεγγύη που θα δείξουν με την αποδοχή ορισμένων θυσιών θα καταλήξει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για εκείνους οι οποίοι σήμερα είναι άνεργοι». Το ίδιο επιχείρημα και μάλιστα διανθισμένο με τις νέες ανάγκες που γέννησε η καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα, αξιοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις της περιόδου, προκειμένου να προχωρήσουν σε γενικευμένες μειώσεις μισθών και συντάξεων αλλά και για την επιβολή νέων ασήκωτων φόρων. Ετσι κι αλλιώς ήταν μέτρο που θα έπαιρναν, στο ένα ή στον άλλο βαθμό, είτε σε συνθήκες εντατικών ρυθμών αύξησης του παραγόμενο ΑΕΠ (όπως σε άλλα κράτη της ΕΕ) είτε σε καιρό κρίσης (όπως στην Ελλάδα).
Το έτος 2002 και σε περίοδο εκρηκτικών ρυθμών διόγκωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ, η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας σημείωνε:
-- Για την «ευελιξία στην αγορά εργασίας» ότι υπάρχουν στοιχεία «δυσκαμψίας», λέγοντας ότι μέσα στο 2001 «έγιναν σημαντικά θετικά βήματα». Τέτοια βήματα, σύμφωνα με τους ίδιους, είναι η «ψήφιση του νόμου για την αναδιάρθρωση του ΟΑΕΔ και για τους όρους λειτουργίας των Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης» (δηλαδή των εταιρειών ενοικίασης εργαζομένων).
-- Για τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές ότι «πρέπει να αξιοποιηθεί η θετική εμπειρία της απελευθέρωσης της αγοράς τηλεπικοινωνιών» και να συνεχιστεί η διαδικασία «απελευθέρωσης» στην αγορά Ενέργειας. Δεν αφήνουν στο απυρόβλητο ούτε «αγορές με μικρότερη αναπτυξιακή σημασία» και ως τέτοια ανέφεραν την «αγορά νωπών οπωροκηπευτικών».
-- Για την Κοινωνική Ασφάλιση ότι η «αντιμετώπιση πρέπει να αρχίσει αμέσως». Για την εξασφάλιση της «βιωσιμότητας του συστήματος» ότι «απαιτούνται και παρεμβάσεις σε ορισμένες παραμέτρους του ισχύοντος» όπως «στην ηλικία συνταξιοδότησης, στη βάση υπολογισμού της σύνταξης και στο ποσοστό αναπλήρωσης των αποδοχών». Χαρακτηριστικά, σημείωναν ότι «η πολιτική διάθεσης πόρων για τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης υπόκειται στους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους»...
-- Για τη «φορολογική μεταρρύθμιση», βασικός γνώμονας ήταν «η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», που απαιτεί «πλήθος φορολογικών παρεμβάσεων» που αφορούν στη «μείωση των συντελεστών των φόρων επί των κερδών των επιχειρήσεων και τον περιορισμό των εργοδοτικών εισφορών στην Κοινωνική Ασφάλιση».