Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Το μοίρασμα της φτώχειας

Σύμφωνα με τα (υποτιμημένα) στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), περισσότεροι από ένας στους πέντε κάτοικους της Ελλάδας (21,5%) στερούνται βασικά υλικά αγαθά και υπηρεσίες. Για τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 23,8%. Σημειωτέον, στα «αγαθά» που υπολογίζει η ελληνική και η ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, Παιδείας και Πολιτισμού.
Σύμφωνα, επίσης, με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο
φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, φτάνει το 36%! Να σημειωθεί ότι το «κατώφλι» της φτώχειας ορίζεται στα 4.608 ευρώ ανά άτομο και σε 9.677 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια, με παιδιά μικρότερα των 14 ετών. Είναι προφανές ότι τα όρια αυτά είναι εντελώς αναντίστοιχα της σκληρής πραγματικότητας που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών νοικοκυριών, ακόμα κι αν στατιστικά δεν κατατάσσονται σ' αυτά που κινδυνεύουν απ' τη φτώχεια.
***
Πώς στέκεται, όμως, η κυβέρνηση απέναντι σ' αυτή την πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και οξύνεται σε συνθήκες κρίσης; Μόλις προχτές, η αρμόδια αναπληρώτρια υπουργός εξήγγειλε στη Βουλή ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα διαχείρισης της φτώχειας, συμβατό βέβαια με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και στα χνάρια των προγραμμάτων που συνέταξαν και εφάρμοσαν με τον ίδιο σκοπό οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η υπουργός, χρησιμοποιώντας τον όρο «ανθρωπιστική κρίση», που συσκοτίζει συνειδητά το χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και τις συνέπειες που έχει η αντιλαϊκή διαχείριση για το ξεπέρασμά της προς όφελος του κεφαλαίου, υπεραμύνθηκε του νόμου που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση τον περασμένο Απρίλη, με τον οποίο διέθεσε 200 εκατομμύρια ευρώ για όσους βρίσκονται στα όρια της φτώχειας!
Ακόμα, όμως, και με τη δική τους στατιστική, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτά τα 200 εκατομμύρια απευθύνονται στο 36% του πληθυσμού που «φλερτάρει» με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, αντιλαμβάνεται τα ψίχουλα που πάει να μοιράσει η κυβέρνηση σε 3.884.700 άτομα, τα οποία ανήκουν σε αυτή τη στατιστική κατηγορία.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση κάνει το χουβαρντά με τα 200 εκατ. ευρώ για τη διαχείριση της φτώχειας, σκοπεύει με βάση το μνημόνιο να αφαιρεί περίπου 900 εκατ. ευρώ από την Πρόνοια κάθε χρόνο, μειώνοντας κατακόρυφα τις δαπάνες από τον κρατικό προϋπολογισμό.
***
Το ζήτημα δεν είναι, όμως, μόνο «ποσοτικό». Ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου διαχειρίζονται τη φτώχεια, υπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς. Ενας από αυτούς είναι να τελειώνει το αστικό κράτος με τα ψήγματα των όποιων κοινωνικών επιδομάτων και παροχών έχουν απομείνει. Αυτό τον παράπλευρο στόχο υπηρετεί, για παράδειγμα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο η κυβέρνηση επαναφέρει με άλλη ονομασία, αλλά με ακόμα πιο αντιδραστικό περιεχόμενο.
Στην πραγματικότητα, όπως γράφαμε και με αφορμή την πιλοτική εφαρμογή του μέτρου από την προηγούμενη κυβέρνηση, στόχος είναι να θεσμοθετηθεί ένα εισοδηματικό όριο αποτροπής της στατιστικής (και όχι βέβαια της πραγματικής) φτώχειας κι εκεί να τελειώνει ο ρόλος του κράτους στη στήριξη των πιο αδύναμων.
Αυτό προωθεί και η νέα κυβέρνηση, καθώς το ...μεταλλαγμένο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που λανσάρει, θα αποτελέσει «ομπρέλα» για κάθε είδους παροχή από το κράτος, τους ιδιώτες, τις ΜΚΟ και πάει λέγοντας. Επομένως, πάνε περίπατο και τα ελάχιστα επιδόματα που απέμειναν να δίνονται στους πιο ανήμπορους.
***
Μπορεί πράγματι η σημερινή δύσκολη κατάσταση να έχει ρίξει χαμηλά την απαιτητικότητα των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, μπορεί η κρίση να έχει συμβάλει στην υποχώρηση του κινήματος, ωστόσο η αποδοχή των σχεδιασμών της κυβέρνησης σημαίνει συμβιβασμός με τη φτώχεια και διαιώνισή της.
Γι' αυτό δεν αρκεί σήμερα τα συνδικάτα και οι άλλοι φορείς του κινήματος να εξαντλούνται απλά στην έμπρακτη έκφραση της αλληλεγγύης. Χρειάζεται ταυτόχρονα να αναδεικνύουν και να στοχοποιούν τις πραγματικές αιτίες της φτώχειας, να διεκδικούν ουσιαστικά μέτρα προστασίας των πιο εξαθλιωμένων, να βάζουν σ' αυτόν τον αγώνα και αυτούς που κινδυνεύουν περισσότερο από τη φτώχεια.
Προπάντων, όμως, αυτό που χρειάζεται, είναι να αποκτήσει το κίνημα αντικαπιταλιστικά - αντιμονοπωλιακά χαρακτηριστικά. Να βάλει στο στόχαστρο την πολιτική που παράγει και αναπαράγει τη φτώχεια, να παλέψει για την αποτροπή μέτρων που πολλαπλασιάζουν τους παράγοντες που την προκαλούν, να διεκδικήσει ανάκτηση των απωλειών, ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. 
Στον άλλο δρόμο ανάπτυξης βρίσκεται το αντίδοτο για τη φτώχεια και όχι στα μαντζούνια που σερβίρουν οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, μοιράζοντας τη μιζέρια ανάμεσα στους φτωχούς και τους πάμπτωχους...